Ετικέτα: ΡΗΜΑ
-
θηλυκώνω [θili’kono]
θηλυκώνω [θili’kono]: κουμπώνω. [μσν. θηλυκώνω < θηλύκ(ι) -ώνω]. Και: https://ilialang.gr/θελυκώνουμαι-κουμπώνομαι/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
θαρρώ [θa’ro]
θαρρώ [θa’ro]: έχω τη γνώμη, την πεποίθηση· νομίζω, πιστεύω: ‘Θαρρώ πως έχεις δίκιο’. [μσν. θαρρώ (στη σημερ. σημ.) < αρχ. θαρρῶ ‘έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη σε κτ., πιστεύω΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
θελυκώνουμαι [θeli’konume]
θελυκώνουμαι [θeli’konume]: κουμπώνομαι. [θηλυκών(ω) -ουμαι με τροπή η σε ε]. Και: https://ilialang.gr/θηλυκώνω-θilikono-ομαι/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
θεμωνιάζω [θemo’ɲazo]
θεμωνιάζω [θemo’ɲazo]: κάνω τα δεμάτια των σιτηρών ή του χόρτου θημωνιά ή θημωνιές. [μσν. θημωνιάζω < θημωνι(ά) -άζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ηύρα [‘ivra]
ηύρα [‘ivra]: αορ. του βρίσκω. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
θαλπώνω [θa’lpono]
θαλπώνω [θa’lpono]: κουράζομαι από την πολλή συγκέντρωση σε ένα αντικείμενο. [αρχ. θαλπ(ώ) –ώνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζυγώνω [zi’γono]
ζυγώνω [zi’γono]: πλησιάζω: ‘Κοίτα μη και ζυγώσεις’. [αρχ. ζυγόω. < αρχ. ζυγώ (-όω) -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζυροκαίγουμαι [ziro’keγume]
ζυροκαίγουμαι [ziro’keγume]: αισθάνομαι έντονο αίσθημα κάψας. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζουπακιάζω [zupa’cazo]
ζουπακιάζω [zupa’cazo]: πιέζω, χτυπάω. [ζουπ(ίζω) -ακιάζω].
-
ζουπάω [zu’pao]
ζουπάω [zu’pao]: α. πιέζω ασφυκτικά. β. χτυπάω. [ζουπ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. ζουπισ-]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζουρλαίνω [zu’rleno]
ζουρλαίνω [zu’rleno]: φέρνω κπ. σε μια κατάσταση πνευματικής ή ψυχικής αναταραχής, τον κάνω να χάσει την πνευματική του διαύγεια· τρελαίνω, μουρλαίνω: ‘Θα σε ζουρλάνει με την κλάψα του’. [ζουρλ(ός) -αίνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζυάζω [‘zʝazo]
ζυάζω [‘zʝazo]: ζυγιάζω, ζυγίζω: ‘Τα ζύασε και τα έβαλε σε πάκο’. [ζυγ(ός) -άζω].
-
ζουκουτάω [zuku’tao]
ζουκουτάω [zuku’tao]: πιέζω. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζογκιάζω [zo’ɟazo]
ζογκιάζω [zo’ɟazo]: δημιουργώ όγκους. [ζόγκ(ος) ‘όγκος’ -ιάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζευλώνω [ze’vlono]
ζευλώνω [ze’vlono]: προσαρμόζω σε ένα ζώο τα κατάλληλα εξαρτήματα, για να μπορέσει να σύρει αλέτρι ή άμαξα. [ζεύλ(α) -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζεματώ [zema’to]
ζεματώ [zema’to]: α. (μτφ.) χτυπάω κάποιον: ‘Κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε ζεματίσω’. β. (στη Μ.Φ.) υποφέρω από το κατακράτημα ούρων ή γάλακτος: ‘Η γίδα ζεματίστηκε απ’ το πολύ γάλα’. [ζεματ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. ζεματισ-· μσν. ζεματίζω ‘βράζω΄ < ελνστ. ζεματ- (ζέμα) ‘βράσιμο΄ -ίζω].
-
ζαπώνω [za’pono]
ζαπώνω [za’pono]: καταλαμβάνω κάτι αυθαίρετα,. [τουρκ. zaptiye -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζαλώνω [za’lono]
ζαλώνω [za’lono] & ζαλώνουμαι [za’lonume]: φορτώνω κτ. στην πλάτη (ανθρώπου ή ζώου)· ζαλικώνω1. || (παθ.) φορτώνομαι, παίρνω στους ώμους μου κτ. ή κπ. [ζάλ(ο) -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζαβλακώνω [zavla’kono]
ζαβλακώνω [zavla’kono]: καταπονώντας κπ. τον φέρνω σε μια κατάσταση ψυχοσωματικής και διανοητικής κατάπτωσης· αποχαυνώνω: ‘Mε ζαβλάκωσε ο ήλιος’. [< μππ. ζαβλακ(ωμένος) -ώνω (αναδρ. σχημ.) < συμφυρ. ζα(βωμένος) + βλακωμένος < μππ. του βλακώνω < βλάκ(ας) -ώνω].
-
έσουρε [‘esure]
έσουρε [‘esure]: (μτφ.) ξεγλίστρησε, έφυγε στα κρυφά. [αορ. σούρνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i