Ετικέτα: ΡΗΜΑ
-
καρδαμώνω [karða’mono]
καρδαμώνω [karða’mono]: τονώνομαι σωματικά, δυναμώνω: ‘Φάε καλά να καρδαμώσεις’. [κάρδαμ(ο) -ώνω (το κάρδαμο χρησιμοποιόταν σαν τη μουστάρδα) < αρχ. κάρδαμον]. Και: https://ilialang.gr/γαρδαμώνω-ανακτώ-δυνάμεις-καρδαμώνω/ Και: https://ilialang.gr/γκαρδαμώνω/
-
καργάρω [kar’γaro]
καργάρω [kar’γaro]: σφίγγω. [κάργ(α) -άρω].
-
καραβώνω [kara’vono]
καραβώνω [kara’vono]: συσσωρεύω χώμα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καπνίζω [ka’pnizo]
καπνίζω [ka’pnizo]: (μτφ.) νευριάζω: ‘Μη με καπνίζεις!’.
-
καπινάου [kapi’nau]
καπινάου [kapi’nau]: καπνίζω. [καπιν(ίζω) -άου]. Και: https://ilialang.gr/καπινίζω-kapinizo/
-
καμώνομαι [ka’monome]
καμώνομαι [ka’monome]: προσποιούμαι, υποκρίνομαι· κάνω πως ή παριστάνω τον : ‘Kαμώνεται τον κάποιον’. [μσν. καμώνω, -ομαι].
-
καλιάζω [ka’ʎazo]
καλιάζω [ka’ʎazo]: ταιριάζω, βάζω σε τάξη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καλιγώνω [kali’γono]
καλιγώνω [kali’γono]: πεταλώνω. [<ουσ. καλίγ(ιν) + -ώνω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καλντάου [kal’dau]
καλντάου [kal’dau]: εξασθενίζω. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καλαμίζω [kala’mizo]
καλαμίζω [kala’mizo]: τυλίγω το νήμα στο καλάμι. [καλάμ(ι) -ίζω (διαφ. το ελνστ. καλαμίζω ‘παίζω καλαμένιο φλάουτο΄)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κακαρώνω [kaka’rono]
κακαρώνω [kaka’rono]: (στη Φράση): τα κακάρωσε ‘πέθανε ξαφνικά’ (όταν αναφερόμαστε σε κπ. περιφρονητικά ή πειραχτικά) [αρχ. καρ(ῶ) ‘πέφτω σε λήθαργο΄ -ώνω με αναδιπλ.].
-
κακοτρέχω [kako’trexo]
κακοτρέχω [kako’trexo]: α. κακολογώ. β. κυνηγώ κάποιον. [κακ(ό) -ο-τρέχω]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κακοφορμίζω [kakofo’rmizo]
κακοφορμίζω [kakofo’rmizo]: για κτ. που μαζεύει πύον ή παθαίνει φλεγμονή και πρήζεται: ‘H πληγή μολύνθηκε και κακοφόρμισε’. [ίσως *κακαφορμίζω < κακ(ο)- + αφορμίζω και τροπή [a > o] που είναι το συνηθέστερο συνδετικό φων.]. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καιροπετάω [kerope’tao]
καιροπετάω [kerope’tao]: αναβάλλω κάτι προγραμματισμένο με δικαιολογίες. [καιρ(ός) –ο- πετάω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καζαδάου [kaza’ðau]
καζαδάου [kaza’ðau]: κερδίζω. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καζαντώ [kaza’ndo]
καζαντώ [kaza’ndo]: πλουτίζω, κερδίζω, ωφελούμαι. [< καζαντίζω < τουρκ. kazand(ι) (γ’ εν. αορ. του kazanmak) -ω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
θωρώ [θo’ro]
θωρώ [θo’ro]: θεωρώ, βλέπω. [μσν. θωρώ < θιωρώ < αρχ. θεωρῶ ‘κοιτάζω, παρατηρώ΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.].
-
θρουνίζουμαι [θru’nizume]
θρουνίζουμαι [θru’nizume]: θρονίζομαι, στρογγυλοκάθομαι: “Κοίταξε που πήγε και θρονίστηκε’ (κάθισε σε θέση που δεν του ανήκε). [θρονι(ά)ζομαι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
θερμαίνομαι [θe’rmenome]
θερμαίνομαι [θe’rmenome]: κρυώνω. [< αρχ. θερμαίν(ω) -ομαι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
θηκιάζω [θi’cazo]
θηκιάζω [θi’cazo]: τακτοποιώ: ‘Θηκιάζω τα άχυρα στο σακί’. [θήκ(η) -ιάζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i