Ετικέτα: ΡΗΜΑ

  • κουτσουριάζομαι [kutsu’rʝazome]

    κουτσουριάζομαι [kutsu’rʝazome]: γίνομαι βαρύς και δυσκίνητος σαν κούτσουρο. [κούτσουρ(ο) – ιάζομαι].

  • κουτρουλιάζω [kutru’ʎazo]

    κουτρουλιάζω [kutru’ʎazo]: φυλάω το χωράφι για να μην πάνε πρόβατα να βοσκήσουν. [κουτρούλ(ι) ‘μικρός λοφίσκος χώματος’ -ιάζω].

  • κουρβουλιάζομαι [kurvu’ʎazome]

    κουρβουλιάζομαι [kurvu’ʎazome]: (μτφ.) ακινητοποιούμαι εξαιτίας ασθένειας: ‘Να κουρβαλιαστείς’ (κατάρα: να μείνεις παράλυτος). [κούρβουλ(ο) ‘κορμός αμπελιού’ -ιάζομαι].

  • κουλουντριάζω [kulund’rʝazo]

    κουλουντριάζω [kulund’rʝazo]: σβολιάζω: ‘Ο τραχανάς κουλούντριασε’. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κουλαντρίζω [kula’ndrizo]

    κουλαντρίζω [kula’ndrizo]: κουμαντάρω κπ.: ‘Δεν μπορώ να τον κουλαντρίσω’. [τουρκ. kulland(ι) γ’ εν. αορ. του kullanmak ‘χρησιμοποιώ, οδηγώ΄ -ίζω με δείνωση σημ. (ανάπτ. [r] ;)· [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: κουστούμι – κοστούμι]. Και: https://ilialang.gr/κολαντρίζω/

  • κουβαριάζω [kuva’rʝazo]

    κουβαριάζω [kuva’rʝazo]: α. τυλίγω νήμα και σχηματίζω κουβάρι. β. (μτφ.) για άνθρωπο που έχει κουλουριαστεί από τον πόνο ή που έχει ζαρώσει από τα γηρατειά: ‘Το παιδί κουβαριάστηκε στο τζάκι’. [κουβάρ(ι) -ιάζω].

  • κοριζιάζω [korizi’azo]

    κοριζιάζω [korizi’azo]: διψάω πολύ. Και: https://ilialang.gr/κορακιάζω/ Και: https://ilialang.gr/κορατσιάζω-koratsiazo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κορφολογάω [korfolo’γao]

    κορφολογάω [korfolo’γao]: κόβω τις κορυφές των τρυφερών βλαστών. [κορφ(ή) -ολογάω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κορμοσκυλιάζω [kormoski’ʎazo]

    κορμοσκυλιάζω [koproski’ʎazo]: τεμπελιάζω. [κορμ(ός) -ο- σκυλ(ο) -ιάζω]. Πηγή: https://ilialang.gr/κοπροσκυλάου-κοπροσκυλιάζω-koproskiazo-προφ/

  • κοπρίζου [ko’prizu]

    κοπρίζου [ko’prizu]: λιπαίνω με κοπριά χωράφι, αγρό, κήπο κτ.λ. [αρχ. κοπρίζ(ω) -ου].

  • κοπροσκυλάου [koproski’lau]

    κοπροσκυλάου [koproski’lau]: για άνθρωπο αργόσχολο, τεμπέλη και χαραμοφάη που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί. [κοπρόσκυλ(ο) -άου]. Και: https://ilialang.gr/κορμοσκυλιάζω/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κοπιάζω [ko’pçazo]

    κοπιάζω [ko’pçazo]: προσέρχομαι κάπου, συνήθ. στην προστακτική: ‘Kοπιάστε μέσα!’ [μσν. κοπιάζω (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. κοπιάζω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κοπανάου [kopa’nau]

    κοπανάου [kopa’nau]: πλήττω. [κοπανά(ω) -ου]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κονεύω [ko’nevo]

    κονεύω [ko’nevo]: εγκαθίσταμαι κάπου για διανυκτέρευση ή απλώς για ξεκούραση. [κον(άκι) -εύω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κοντοζυγώνω [kondozi’γono]

    κοντοζυγώνω [kondozi’γono]: πλησιάζω, έρχομαι πιο κοντά: ‘Tο κορίτσι ολοένα και κοντοζύγωνε’. [κοντ(ος) -ο- + ζυγώνω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κοντοκαρτέρει [kodoka’rteri]

    κοντοκαρτέρει [kodoka’rteri]: περιμένει κάπου κινούμενος. [κοντό + αρχ. καρτερῶ ‘υπομένω, αντέχω’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κωλοκουρίζω [koloku’rizo]

    κωλοκουρίζω [koloku’rizo]: τοπικό κούρεμα προβάτων, σε κοιλιά, ουρά και οπίσθια. [κώλ(ος) -ο- κουρ(ος) -ίζω].

  • κολαντρίζω [kola’ndrizo]

    κολαντρίζω [kola’ndrizo]: προκαλώ τον άντρα μου, τον ερεθίζω. [τουρκ. kulland(ι) γ’ εν. αορ. του kullanmak ‘χρησιμοποιώ, οδηγώ΄ -ίζω με δείνωση σημ. (ανάπτ. [r] ;)· [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: κουστούμι – κοστούμι]. Και: https://ilialang.gr/κουλαντρίζω-kulandrizo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κολλιέμαι [ko’ʎeme]

    κολλιέμαι [ko’ʎeme]: τσακώνομαι. [αρχ. κολλ(ῶ) -ιέμαι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κοκκολογάου [kokolo’γau]

    κοκκολογάου [kokolo’γau]: μαζεύω σταφύλια ή ελιές. [κόκκ(ος) –ο- (συλ)λέγ(ω) -άου]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf