Ετικέτα: ΡΗΜΑ

  • μουρνταρεύω [murda’revo]

    μουρνταρεύω [murda’revo]: α. επιδιώκω ή έχω πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: ‘Τον άφησε γιατί ούλο μουρνταρεύει’. β. λερώνω ή μολύνω κτ.: ‘Mη μουρνταρεύεις το φαΐ σου βρε’. [μουρντάρ(ης) -εύω].

  • μουνουχάω [munu’xao]

    μουνουχάω [munu’xao]: ευνουχίζω. [αρχ. εὐνοῦχος > μσν. *βνούχος (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > *μνούχος με τροπή [vn > mn] (σύγκρ. ελαύνω > λάμνω, χαύνος > αχαμνός) > μσν. μουνούχος (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφ.)] < μουνούχ(ος) –άω]. Και: https://ilialang.gr/μουνουχίζω-munuxizo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μολογώ [molo’γo]

    μολογώ [molo’γo]: α. λέω, διηγούμαι κτ.: ‘Για μολόγα μου τα νέα’. β. ομολογώ. [μσν. μολογώ < ελνστ. ὁμολογῶ ‘εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου΄, αρχ. σημ. ‘συμφωνώ, λέω τα ίδια πράγματα΄]. Όπως και: https://ilialang.gr/μολογάω/ Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html  

  • μερμελάει [merme’lai]

    μερμελάει [merme’lai]: φαγούρα η οποία προκαλείται ύστερα από κάποιο τσίμπημα: ‘Με μερμελάει’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μερεμετάω [mereme’tao]

    μερεμετάω [mereme’tao]: α. επιδιορθώνω. β. (μτφ.) ικανοποιούμαι σεξουαλικά. [τουρκ. meramet -άω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μασουλώ [masu’lo]

    μασουλώ [masu’lo]: μασάω κτ. επί πολλή ώρα, αργά και συνήθ. με κλειστό στόμα: ‘Όλη μέρα μασουλάει’. [μασ(ώ) -ουλίζω & μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. μασουλισ-].

  • μασουριάζω [masu’rʝazo]

    μασουριάζω [masu’rʝazo]: μαζεύω σε μικρά καλαμάκια το υφάδι. [μασουρ(ι) –ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μαραγκιάζω [mara’ɟazo]

    μαραγκιάζω [mara’ɟazo]: ζαρώνω: ‘Μαράγκιασαν τα λάχανα’. / (μειωτ.) για πρόσωπο. [ελνστ. μαραγγι(άω) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. μαραγγιασ- (ορθογρ. απλοπ.)].

  • λουφάζω [lu’fazo]

    λουφάζω [lu’fazo]: μένω ακίνητος και σιωπηλός σε μια θέση, προσπαθώ να μη γίνω αντιληπτός, να μείνω απαρατήρητος συνήθ. από φόβο: ‘Tου ΄βαλα τις φωνές και λούφαξε’. [μσν. λωφάζω ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) < αρχ. λωφ(ῶ) ‘ξεκουράζομαι, χαλαρώνω΄ μεταπλ. -άζω].

  • λουμώνω [lu’mono]

    λουμώνω [lu’mono]: κρύβομαι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λουτσίζω [lu’tsizo]

    λουτσίζω [lu’tsizo]: μουσκεύω. [λούτσ(α) -ίζω < σλαβ. luža ‘λακκούβα με νερό΄ (τροπή [ž > ts] ;)]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λουλουδιάζω [lulu’ðʝazo]

    λουλουδιάζω [lulu’ðʝazo]: ανθώ: ‘Λουλούδιασαν οι αμυγδαλιές’. [λουλούδ(ι) + –ιάζω].

  • λιχνάω [lix’nao]

    λιχνάω [lix’nao]: ξεχωρίζω το (βαρύτερο) σιτάρι, από το (ελαφρότερο) άχυρο πετώντας τα στον αέρα. [αρχ. λικμῶ > ελνστ. λικμίζω, λικνίζω (με επίδρ. της λ. λίκνον) > μσν. λιχνώ, λιχνίζω (ανομ. τρόπου άρθρ. [kn > xn] )]. Και: https://ilialang.gr/λιχνίζω-lixnizo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λιχουδιάζω [lixu’ðʝazo]

    λιχουδιάζω [lixu’ðʝazo]: παρατηρώ με βουλιμία. [λιχουδ(ιά) -ιάζω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λιοκρίζει [ʎo’krizi]

    λιοκρίζει [ʎo’krizi]: έχει πανσέληνο, γεμάτο φεγγάρι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λιμπίζομαι [lim’bizome]

    λιμπίζομαι [lim’bizome]: νιώθω μεγάλη επιθυμία, λαχταρώ: ‘Είδα κάτι φρούτα και τα λιμπίστηκα’. [μσν. λιμβίζομαι (προφ. [mb] ) < ελνστ. λιμβ(ός) ( [mb] ) ‘λαίμαργος΄ -ίζω, -ομαι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λιμάζω [li’mazo]

    λιμάζω [li’mazo]: κατέχομαι από μεγάλη και ακόρεστη πείνα ή λαιμαργία: ‘Δε χορταίνει με τίποτε, έχει λιμάσει!’ [μσν. λιμάζω < αρχ. λιμ(ός) -άζω (πρβ. ελνστ. λιμώσσω, ίδ. σημ.) <αρχ. λιμώσσω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λιγνάου [li’γnau]

    λιγνάου [li’γnau]: είμαι λυγερός. [λιγν(ός) ‘λυγερός’ + -άου]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λιγώνω [li’γono]

    λιγώνω [li’γono]: αηδιάζω. [ελνστ. ὀλιγ(ῶ) ‘λιγοστεύω, στενοχωριέμαι΄ -ώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • αλησμονάω [alizmo’nao]

    αλησμονάω [alizmo’nao]: ξεχνώ. [α- λησμον(ώ) -άω]. Και: https://ilialang.gr/αλλησμονάου/