Ετικέτα: ΡΗΜΑ
-
ξεβουρτσάω [ksevu’rtsao]
ξεβουρτσάω [ksevu’rtsao]: ξεφλουδίζω. [ξε- βουρτσ(ίζω) -άω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξεβραχιολίζουμαι [ksevraço’lizume]
ξεβραχιολίζουμαι [ksevraço’lizume]: σηκώνω ψηλά τα μανίκια μου. [ξε –βραχιόλ(ι) –ίζομαι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξεγερεύω [kseγe’revo]
ξεγερεύω [kseγe’revo]: δυναμώνω ύστερα από κάποια αρρώστια. [ξε- +γερεύω < γερός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξεγκοφιάζουμαι [ksego’fʝazume]
ξεγκοφιάζουμαι [ksego’fʝazume]: α. εξαρθρώνομαι. β (μτφ.) κουράζω κπ. υπερβολικά, τον καταπονώ: Ξεγκοφιαστήκαμε από το περπάτημα. [ξε- γοφ(ός) -ιάζουμαι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντριτσινάω [dritsi’nao]
ντριτσινάω [dritsi’nao]: χοροπηδάω (για ζώα). Και: https://ilialang.gr/τριτσινάω/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ντουβρώνω [du’vrono]
ντουβρώνω [du’vrono]: αναπτύσσομαι γρήγορα. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ντερλικώνω [derli’kono]
ντερλικώνω [derli’kono]: τρώω υπερβολικά. [τουρκ. dirlik ‘άνετη ζωή, πλούτος΄ -ώνω με τροπή του άτ. [ir > er] ]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
νέθω [‘neθo]
νέθω [‘neθo]: γνέθω. [(γ)νέθω].
-
νετάρω [ne’taro]
νετάρω [ne’taro]: α. αποτελειώνω μια δουλειά, τακτοποιώ μια υπόθεση· ξεμπερδεύω: ‘Nετάραμε με το ξεφόρτωμα’. β. (μτφ.) συντελώ στην οριστική καταστροφή κάποιου, τον αποτελειώνω. [βεν. netar -ω (ιταλ. nettare)]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπουχάω [bu’xao]
μπουχάω [bu’xao]: ραντίζω, καταβρέχω με υγρό. [μπουχ(ός) -άω < σλαβ. puh -ός κατά το κουρνιαχτός (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]. Και: https://ilialang.gr/μπουχίζω-buxizo/
-
μπουρλιάζω [bu’rʎazo]
μπουρλιάζω [bu’rʎazo]: φοράω.
-
μπουζουριάζω [buzu’rjazo]
μπουζουριάζω [buzu’rjazo]: συλλαμβάνω και φυλακίζω κπ. [ίσως από το τουρκ buruşmak ‘ζαρώνω, σουρώνω, μαζεύω’]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπαρμπαλώνουμαι [barba’lonume]
μπαρμπαλώνουμαι [barba’lonume]: σκεπάζομαι μέχρι το κεφάλι, κουκουλώνομαι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαμπουλώνομαι [babu’lonome]
μπαμπουλώνομαι [babu’lonome]: ντύνομαι με πολλά και ζεστά ρούχα μέχρι το κεφάλι. [μπαμπούλ(ας) -ώνομαι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαμπουλώνω [babu’lοno]
μπαμπουλώνω [babu’lοno]: τυλίγω με κάλυμμα το κεφάλι ή και μέρος του προσώπου, συνήθ. για να προφυλαχτώ από το κρύο. [μπαμπούλ(ας) -ώνω].
-
μουτσουνιάζω [mutsu’ɲazo]
μουτσουνιάζω [mutsu’ɲazo]: δυστροπώ, μουτρώνω: ‘Με κοίταξε και μουτσούνιασε’. [μσν. *μουτσούνα (πρβ. μσν. μούτσουνον, χονδρομουτσούνα) < μσν. μουσούνα ( [t > ts] ) < ιταλ. (νότ. διάλ;) musone ‘που κάνει γκριμάτσες για να δείξει δυσαρέσκεια΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαγλαρώνω [baγla’rono]
μπαγλαρώνω [baγla’rono]: α. δένω καλά κπ. ή κτ. β. συλλαμβάνω κπ. γ. δέρνω κπ. [τουρκ. bağlar ‘δένω΄ -ώνω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαζώνω [ba’zono]
μπαζώνω [ba’zono]: α. κατασκευάζω τον πάτο ξύλινου δοχείου. β. τσιμεντώνω κάτι. [μπάζ(α) -ώνω].
-
μπαϊλντίζω [bai’ldizo]
μπαϊλντίζω [bai’ldizo]: βαριέμαι: ‘Mπαΐλντισα απ’ το καθισό’. [τουρκ. bayιld(ι) γ’ εν. αορ. του ρ. bayιlmak ‘λιποθυμώ΄ -ίζω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μουσμουλεύω [musmu’levo]
μουσμουλεύω [musmu’levo]: ψάχνω κάτι περπατώντας σκυφτός.