Ετικέτα: ΡΗΜΑ
-
καματεύω [kama’tevo]
καματεύω [kama’tevo]: οργώνω. [κάματ(ος) -εύω].
-
γαλαζώνω [γala’zono]
γαλαζώνω [γala’zono]: ραντίζω με διάλυμα θειϊκού χαλκού. [γαλάζ(ιο) -ώνω].
-
κουλουντριάζει [kulu’ndriazi]
κουλουντριάζει [kulu’ndriazi]: σβολιάζει ο χυλός.
-
μπούρτζανε [‘burdtzane]
μπούρτζανε [‘burdtzane]: έκοψε το γάλα.
-
σιχλιάζει [si’xʎazi]
σιχλιάζει [si’xʎazi]: μουχλιάζει το τυρί.
-
κοκκολογιέται [kokolo’ʝete]
κοκκολογιέται [kokolo’ʝete]: κακαρίζει η κότα.
-
νταβλακώνω [davla’kono]
νταβλακώνω [davla’kono]: α. τρώω υπερβολικά. β. κάνω τραπέζι, τραπεζώνω. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νταντανιάζω [dada’ɲazo]
νταντανιάζω [dada’ɲazo]: τρέμω από το κρύο: ‘Νταντάνιασα από τον ψόφο!’.
-
ξαγουσεύω [ksaγu’sevo]
ξαγουσεύω [ksaγu’sevo]: ξεκουράζομαι. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ομπρίζω [o’mbrizo]
ομπρίζω [o’mbrizo]: εμφανίζω σημάδια υγρασίας σε κάποια επιφάνεια: ‘Όμπρισαν τα πλακάκια στο μπάνιο’. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
παιδοκομάου [peðoko’mau]
παιδοκομάου [peðoko’mau]: αποκτώ παιδί. [λόγ. < ελνστ. παιδοκομῶ]. Και: https://ilialang.gr/παιδοκομάω-peδokomo/
-
ρίνω [‘rino]
ρίνω [‘rino]: ρίχνω. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ροϊδοκοκκινάου [roiðokoki’nau]
ροϊδοκοκκινάου [roiðokoki’nau]: γίνομαι κατακόκκινος: ‘Ροϊδοκοκκίνισε από τα νεύρα του’. [ μσν. ρόιδ(ι) -ο- κοκκιν(ίζω) -άου]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αμέτε [aꞋmete]
αμέτε [aꞋmete]: πήγαινε, πηγαίνετε. [άμε: μσν. άμε (προστ. του πηγαίνω) < άγωμε με αποβ. του μεσοφ. [γ] και αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἄγωμεν ‘πάμε’ (υποτ. του ἄγω) (σύγκρ. πηγαίνω, πάω)· άμετε: αναλ. προς το λέγετε· αμέτε: αναλ. προς προστ. με τόνο στην παραλ.: ελάτε]. Και: https://ilialang.gr/άμε-αμέτε/
-
λιχνίζω [li’xnizo]
λιχνίζω [li’xnizo]: ξεχωρίζω το (βαρύτερο) σιτάρι, από το (ελαφρότερο) άχυρο πετώντας τα στον αέρα. [αρχ. λικμῶ > ελνστ. λικμίζω, λικνίζω (με επίδρ. της λ. λίκνον) > μσν. λιχνώ, λιχνίζω (ανομ. τρόπου άρθρ. [kn > xn] )]. Και: https://ilialang.gr/λιχνίζω-lixnizo-ομαι/
-
μουνουχίζω [munu’xizo]
μουνουχίζω [munu’xizo]: ευνουχίζω. [αρχ. εὐνοῦχος > μσν. *βνούχος (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > *μνούχος με τροπή [vn > mn] (σύγκρ. ελαύνω > λάμνω, χαύνος > αχαμνός) > μσν. μουνούχος (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφ.)] < μουνούχ(ος) –ίζω]. Και: https://ilialang.gr/μουνουχάω/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ακριδολογάου [akriðolo’γau]
ακριδολογάου [akriðolo’γau]: χαζολογάω: ‘Τι ακριδολογάς; Κάνε εκεί τη δουλειά σου!’.
-
μαραφουλάω [marafu’lao]
μαραφουλάω [marafu’lao]: ψάχνω στα κρυφά.
-
μαλαγρώνω [mala’γrono]
μαλαγρώνω [mala’γrono]: καλοπιάνω κπ. [μαλαγ(άνας) -ρώνω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μαβλάω [ma’vlao]
μαβλάω [ma’vlao]: καλώ με ήχους τα ζώα για να φάνε. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf