Ετικέτα: ΠΡΟΘΗΜΑ
-
ματα- [mata]
ματα- [mata]: πρόθημα σε σύνθετα ρήματα το οποίο δηλώνει επανάληψη της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα που υπάρχει ως β’ συνθετικό· (πρβ. ξανα-): ματαλέω, ματαπηγαίνω. [μσν. ματα- < αρχ. μετα- με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] : μσν. ματα-γεννούμαι].