Ετικέτα: ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
-
μπουράματα, τα [bu’ramata]
μπουράματα, τα [bu’ramata]: οι ακαθαρσίες από τα εντόσθια των σφαχτών.
-
μπομπόλια, τα [bo’boʎa]
μπομπόλια, τα [bo’boʎa]: σαλιγκάρια μεγάλου μεγέθους.
-
μπόκαλα, τα [‘bokala]
μπόκαλα, τα [‘bokala]: α. μικροί πέτρινοι βώλοι που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για το ομώνυμο παιχνίδι: ‘Όταν ήμασταν μικρά παίζαμε μπόκαλα. Τα ξέρεις;’ β. (μτφ.) για φαγητό που είναι σκληρό και άψητο: ‘Οι μελιτζάνες είναι μπόκαλα’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπεγλέρια, τα [be’γlerʝa]
μπεγλέρια, τα [be’γlerʝa]: (μτφ.) οι όρχεις. [ίσως παλ. τουρκ. beğler -ια πληθ. του ουσ. beğ (παλ. τ. του bey = μπέης)].
-
μπαγάδια, τα [ba’γaðʝa]
μπαγάδια, τα [ba’γaðʝa]: οι όρχεις.
-
κούρταλα, τα [ku’rtala]
κούρταλα, τα [‘kurtala]: α. μουσικά όργανα. β. η ζυγιά. γ. χειροκρότημα: ‘Ακούστηκαν κούρταλα στο τέλος του τραγουδιού’. [μσν. κόρταλα (κρόταλα πληθ. της αρχ. λ. κρόταλον*].
-
κοκολόγια, τα [koko’loʝa]
κοκολόγια, τα [koko’loʝa]: η αναζήτηση και το μάζεμα καρπών που απέμειναν μετά την συγκομιδή. [κόκκ(ος) -ολόγια]. Ενικός: https://ilialang.gr/κοκκολόι-το/
-
κόζινα, τα [‘kozina]
κόζινα, τα [‘kozina]: κλινοσκεπάσματα και σακιά κατασκευασμένα από μαλλί τράγου. Και: https://ilialang.gr/κοζά-η/
-
καλιγοσφύρια, τα [kaliγo’sfirʝa]
καλιγοσφύρια, τα [kaliγο’sfirʝa]: τα εργαλεία του καλιγωτή. [καλιγ(ώνω) σφυρ(ί) -ια].