Ετικέτα: ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
-
ντρούδα, τα [‘druða]
ντρούδα, τα [‘druða]: τα ψίχουλα ψωμιού. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντούνια, τα [‘duɲa]
ντούνια, τα [‘duɲa]: τα νιάτα: ‘Είναι στα ντούνια του’. [τουρκ düzen ‘τάξη, αρμονία’].
-
νιογάμπρια, τα [ɲο’γambria]
νιογάμπρια, τα [ɲo’γambria]: το νιόπαντρο ζευγάρι. [μσν. νεόγαμπρος < νέ(ος) -ο- + γαμπρ(ός) -ος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το νιος]. Όπως και: https://ilialang.gr/νιόγαμπρα-τα/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπουμπουγέρια, τα [bubu’γerʝa]
μπουμπουγέρια, τα [babu’γerʝa]: τα μαμούνια: ‘Το φαί είναι γεμάτο μπουμπουγέρια’.
-
μπίζια, τα [‘bizʝa]
μπίζια, τα [‘bizʝa]: ο αρακάς. [μπιζέλι < ιταλ. piselli, πληθ. του pisello που θεωρήθηκε ουδ. εν. (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα – μπιστόλα)].
-
μπερκέτια, η [ber’ketja]
μπερκέτια, η [ber’ketja]: σοδιά, αφθονία. [τουρκ. bereket ‘αφθονία’]. Πηγή: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπακίρια, τα [ba’kirʝa]
μπακίρια, τα [ba’kirʝa]: σκεύη μαγειρικά από χαλκό. [τουρκ. bakιr -ι].
-
μούσκλια, τα [‘muskʎa]
μούσκλια, τα [‘muskʎa]: τα βρύα, οι πρασινάδες στα λιμνάζοντα νερά. [μσν. μούσκλιον < λατ. muscus με βάση το υποκορ. *musc(u)lum(;)· μούσκλ(ι) μεταπλ. -ο].
-
μοίρινα, τα [‘mirina]
μοίρινα, τα [‘mirina]: γραμμένα της μοίρας: ‘Τι τα θες! Όλα είναι μοίρινα γραμμένα’. [μοίρ(α) -ινα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μέντζες, οι [‘mendzes]
μέντζες, οι [‘mendzes]: ιδιοτροπίες κάποιου. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λόθρα, τα [‘loθra]
λόθρα, τα [‘loθra]: τα δόντια των ηλικιωμένων. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λιανάδια, τα [ʎa’naðʝa]
λιανάδια, τα [ʎa’naðʝa]: ψιλά ξύλα που χρησιμοποιούμε για προσάναμμα.
-
κόμπια, τα [‘kobʝa]
κόμπια, τα [‘kobʝa]: α. κομμάτια των σταχυών που έμειναν απάτητα στο αλώνι. β. (μτφ.) οι αρθρώσεις του σώματος. [κόμπ(ος) -ια]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κολάνια, τα [ko’laɲa]
κολάνια, τα [ko’laɲa]: ιμάντες που δένουν το σαμάρι του ζώου. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κλαμπανίδια, τα [klaba’niðʝa]
κλαμπανίδια, τα [klaba’niðʝa]: τα ανδρικά γεννητικά όργανα. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κηπίσα, τα [ci’pisa]
κηπίσα, τα [ci’pisa]: άσπρα ξερά φασόλια. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κατσιμπουχέρια, τα [katsimbu’çeria]
κατσιμπουχέρια, τα [katsimbu’çeria]: οι καλικάντζαροι. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κατασάρα, τα [kata’sara]
κατασάρα, τα [kata’sara]: τα απομεινάρια. [κατά + σαρ(ώ) -α]. Και: https://ilialang.gr/σάρα-η/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καραμπατάλια, τα [karaba’taʎa]
καραμπατάλια, τα [karaba’taʎa]: σύνολο των εργαλείων που χρησιμοποιούνται για μια δουλειά.
-
κανάκια, τα [ka’naca]
κανάκια, τα [ka’naca]: λεπτά πόδια [<αρχ. ουσ. καναχή (Ανδρ.) ή σχετ. με ιδιωμ. καννάκι ‘πήχυς των άνω άκρων’].