Ετικέτα: ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
-
τσάρφαλα, τα [‘tʃarfala]
τσάρφαλα, τα [‘tʃarfala]: τα ξερόκλαδα που χρησιμοποιούνται για προσανάμματα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσαμπίδες, οι [tsa’mbiðes]
τσαμπίδες, οι [tsa’mbiðes]: τα απομεινάρια των τρυγημένων αμπελιών. [μσν. τσαμπ(ί) -ίδα < βεν. zambin ‘μικρή γάμπα’ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσαγκλαρίδες, οι [tsaŋgla’riðes]
τσαγκλαρίδες, οι [tsaŋgla’riðes]: τα αδύνατα πόδια: ‘Πω πως είναι τα πόδια της! Σαν τσαγκλαρίδες!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τριβόλια, τα [trivo’ʎa]
τριβόλια, τα [tri’voʎa]: αγκαθωτό ζιζάνιο· τρίβολος. Φράση: ‘με πιάνουν τα διαόλια μου και τα τριβόλια μου’ (με πιάνουν τα νεύρα μου και βγαίνω εκτός εαυτού). [μσν. τριβό λι(ο)ν υποκορ. του αρχ. τρίβολος].
-
τούραγνα, τα [‘turaγna]
τούραγνα, τα [‘turaγna]: τα αγαθά που αποκτήθηκαν με πολύ κόπο. Και: https://ilialang.gr/τύραγνα-τα-tiraγna/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σωμάδες, οι [so’maðes]
σωμάδες, οι [so’maðes]: παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με πλάκες ή κεραμίδια.
-
σούκουλα, τα [‘sukula]
σούκουλα, τα [‘sukula]: τα παλιά ρούχα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σμπαράλια, τα [zba’raʎa]
σμπαράλια, τα [zba’raʎa]: α. κάνω κτ. κομμάτια, θρύψαλα, συντρίμμια. β. γίνομαι ερείπιο, διαλύομαι από κούραση, αρρώστια, στενοχώρια κτλ. [παλ. ιταλ. θηλ. sbaraglia ‘σκόρπισμα΄ που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σκούρα [‘skura]
σκούρα, τα [‘skura]: (μτφ.) τα παραθυρόφυλλα από συμπαγές ξύλο αλλά και για κάθε είδους παντζούρια: ‘Έκλεισα τα σκούρα’. [μσν. σκούρος < ιταλ. scuro -ς].
-
πράματα, τα [‘pramata]
πράματα, τα [‘pramata]: τα γιδοπρόβατα [λόγ. < αρχ. πρᾶγμα· ελνστ. ή μσν. πρᾶμα < αρχ. πρᾶγμα με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ].
-
πούσια, τα [‘pusca]
πούσια, τα [‘pusca]: στρώμα από ξερές βελόνες πεύκων. [τουρκ. pus -ια]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πιτσιγκώνια, τα [pitsi’goɲa]
πιτσιγκώνια, τα [pitsi’goɲa]: μικρά μυρμήγκια: ‘Γέμισε ο τόπος πιτσιγκώνια’.
-
πεντόβολα, τα [pe’dovola]
πεντόβολα, τα [pe’dovola]: παιδικό παιχνίδι με πέντε μπίλιες ή πέτρες. [πέντ(ε) –ο- βολ(η) –α].
-
πάχυτα, τα [‘paçita]
πάχυτα, τα [‘paçita]: τα πολλά λίπη. [λόγ. < αρχ. παχύτης, αιτ. -ητα].
-
πατήθρες, οι [pa’tiθres]
πατήθρες, οι [pa’tiθres]: ξύλινοι μοχλοί που χρησιμοποιούνται από την υφάντρα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παραπούλια, τα [para’puʎa]
παραπούλια, τα [para’puʎa]: τα βλαστάρια που υπάρχουν γύρω στα λάχανα ή στο αραποσίτι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παράδες, οι [pa’raδes]
παράδες, οι [pa’raδes]: τα χρήματα. [τουρκ. para ‘χρήματα΄ -ς]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ξεσπινιστά, τα [ksespini’sta]
ξεσπινιστά, τα [ksespini’sta]: φασολάκια χωρίς τον φλοιό τους.
-
ξεκλωνισμένα, τα [ksekloni’zmena]
ξεκλωνισμένα, τα [ksekloni’zmena]: κλαδιά που έσπασαν από αέρα ή τράβηγμα. [ξε- κλων(άρι) –ισμένα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντράβαλα, τα [‘dravala]
ντράβαλα, τα [‘dravala]: μπελάδες, τραβήγματα: ‘Έχω ντράβαλα με την αστυνομία’. [παλ. ιταλ. travaglia ‘κουραστική δουλειά΄ (θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) < ρ. travagliare < γαλλ. travailler ‘δουλεύω΄, αρχικά: ‘βασανίζω΄ (σύγκρ. δουλειά, δουλεύω) (ηχηροπ. [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα – ντομάτα) (μετακ. τόνου;)].