Ετικέτα: ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
-
σώφυλλα, τα [‘sofila]
σώφυλλα, τα [‘sofila]: κλαδάκια μέσα στο λιόπανο με τις ελιές. [(έ)σω + φύλλα].
-
λίπαρα, τα [‘lipara]
λίπαρα, τα [‘lipara]: η ρήξη υμένων στα ζώα που γεννούν.
-
βαρικά, τα [vari’ka]
βαρικά, τα [vari’ka]: τόπος με νερό.
-
σκιαζάρια, τα [skça’zarʝa]
σκιαζάρια, τα [skça’zarʝa]: το φόβητρο, το σκιάχτρο. [σκιάζ(ω) ‘τρομάζω’ -άρια].
-
βογκίλια, τα [vo’giʎa]
βογκίλια, τα [vo’giʎa]: λαχανικά.
-
μπουλθάμες, οι [bu’lθames]
μπουλθάμες, οι [bu’lθames]: σπόρια κολοκυθιάς.
-
μπραχάλια, τα [mbra’xaʎa]
μπραχάλια, τα [mbra’xaʎa]: κλαδιά δέντρου πάνω στα οποία κρεμάμε διάφορα αντικείμενα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
πλατοκούκια, τα [plato’kuca]
πλατοκούκια, τα [plato’kuca]: κουκιά. [πλατ(ύς) -ο- κουκιά]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
τύραγνα, τα [‘tiraγna]
τύραγνα, τα [‘tiraγna]: τα αγαθά που αποκτήθηκαν με πολύ κόπο. Και: https://ilialang.gr/τούραγνα/
-
φλέσουρα, τα [‘flesura]
φλέσουρα, τα [‘flesura]: α. ξερά φύλλα δέντρου. β. άχρηστα: ‘Πήρε όλα τα φλιέσκουρα και τα πέταξε’. Και: https://ilialang.gr/φλέσουρα-τα/
-
γιομίδια, τα [ʝo’miðʝa]
γιομίδια, τα [ʝo’miðʝa]: άχρηστα κομμάτια ρούχων που χρησιμοποιούνται για γέμισμα (π.χ. μαξιλάρια): ‘Πάρε γιομίδια για το μαξιλάρι να γίνει πιο αφράτο’. [αρχ. γεμίζω ‘φορτώνω΄ < γιομ(ίζω) ίδια]. Και: https://ilialang.gr/γεμίδια-γιομίδια/
-
στανοτόπια, τα [stano’topʝa]
στανοτόπια, τα [stano’topʝa]: χωράφι που νοικιάζεται προκειμένου να βοσκίσουν τα ζώα. [< στάν(η) -ο- τόπ(ος) -ια].
-
κεφαλόμαλλα, τα [kefa’lomala]
κεφαλόμαλλα, τα [kefa’lomala]: τα μαλλιά από τα κεφάλια ζώων. [< κεφαλ(ι) -ο- μαλλ(ι) -α].
-
αρβύλια, τα [a’rviʎa]
αρβύλια, τα [a’rviʎa]: τα παπούτσια του τσοπάνι. [< αρχ. ἀρβύλ(η) -ια].
-
χαράργια, τα [xa’rarʝa]
xαράργια, τα [xa’rarʝa]: σύστημα με ξύλα και σχοινιά τοποθετημένα με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι δυνατή η μεταφορά του άχυρου με τη βοήθεια ζώων.
-
φλόκια, τα [‘floca]
φλόκια, τα [‘floca]: το καθένα από τα μάλλινα, στριμμένα νήματα που εξέχουν από τις φλοκάτες. [μσν. φλόκ(ος) < παλ. ιταλ. *flocco (σύγκρ. φιόγκος) ή βλάχ. floc (< λατ. floccus) υποκορ. -ι].
-
φλούσια, τα [‘fluca]
φλούσια, τα [‘fluca]: φλούδια από όσπρια. [< φλού(δ)σι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φλιέσκουρα [‘fʎeskura]
φλιέσκουρα [‘fʎeskura]: α. ξερά φύλλα δέντρου. β. άχρηστα: ‘Πήρε όλα τα φλιέσκουρα και τα πέταξε’. Και: https://ilialang.gr/φλέσουρα-τα-flesura/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ξεκλώνια, τα [kse’kloɲa]
ξεκλώνια, τα [kse’kloɲa]: οι ξεφτισμένες κλωστές. [< ξε- κλων(άρι / ι) –ια].
-
φάλαρα, τα [‘falara]
φάλαρα, τα [‘falara]: α. μεταλλικά κοσμήματα της περικεφαλαίας. β. στολίδια του μετώπου, του χαλιναριού ή των ηνίων του αλόγου. [λόγ. < αρχ. φάλαρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o