Ετικέτα: ΠΕΡΣΙΚΗ
-
λαζούρι, το [la’zuri]
λαζούρι, το [la’zuri]: το κόκκινο νήμα. [παλαιότ. επίθ. λαζούριον (χρώμα, πιθ. 7. αι., Steph., πβ. Lampe, λ. ιος) <περσ. lᾱzhward· πβ. μεσν. λατ. lazur και lazurius (Du Cange, Lat.). H λ. το 10. αι. (Steph.). Τ. λαζούρ’ σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf