Ετικέτα: ΠΕΔΙΝΗ
-
λαδάς, ο [la’ðas]
λαδάς, ο [la’ðas]: ο ιδιοκτήτης ελαιώνα. [λάδ(ι) -ας].
-
ροΐ, το [ro’i]
ροΐ, το [ro’i]: δοχείο λαδιού.
-
γαλαζώνω [γala’zono]
γαλαζώνω [γala’zono]: ραντίζω με διάλυμα θειϊκού χαλκού. [γαλάζ(ιο) -ώνω].
-
γρανί, το [γra’ni]
γρανί, το [γra’ni]: μικρός λάκκος ανάμεσα στα χωράφια.
-
μπατίνι, το [ba’tini]
μπατίνι, το [ba’tini]: το ξύλο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μάντα, η [‘manda]
μάντα, η [‘manda]: η άκρη.
-
μούχρωμα, το [‘muxroma]
μούχρωμα, το [‘muxroma]: το δειλινό.
-
μούρτσι [‘murtsi]
μούρτσι [‘murtsi]: (επιρρ.) πρωί πρωί. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μαραφουλάω [marafu’lao]
μαραφουλάω [marafu’lao]: ψάχνω στα κρυφά.
-
μαλαγρώνω [mala’γrono]
μαλαγρώνω [mala’γrono]: καλοπιάνω κπ. [μαλαγ(άνας) -ρώνω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μποκές, ο [bo’kes]
μποκές, ο [bo’kes]: η ανθοδέσμη. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
νόνα, η [‘nona]
νόνα, η [‘nona]: γιαγιά. [ιταλ. nonna < υστλατ. nonna ‘παραμάνα, καλόγρια΄ λ. νηπιακή και έκφραση σεβασμού (πρβ. μσν. νόννα ‘θεία, καλόγρια΄ < υστλατ. nonna)].
-
ξελόντζα, η [kse’londza]
ξελόντζα, η [kse’londza]: η καλύβα: ‘Έφτιαξε την ξελόντζα του δίπλα στα ζωντανά’.
-
ορπίζω [o’rpizo]
ορπίζω [o’rpizo]: ελπίζω.
-
παραμίνα, η [para’mina]
παραμίνα, η [para’mina]: ο λοστός. [ιταλ. barramina με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα – πιστόλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
προσφαίζω [pso’sfezo]
προσφαίζω [pso’sfezo]: κολατσίζω. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρεγάλο, το [re’γalo]
ρεγάλο, το [re’γalo]: το δώρο. [ιταλ. regalo]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρέκαλο, το [‘rekalo]
ρέκαλο, το [‘rekalo]: το αδύνατο και γερασμένο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρογιάζω [ro’ʝazo]
ρογιάζω [ro’ʝazo]: πονάω στο στομάχι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρουκουτάου [ruku’tau]
ρουκουτάου [ruku’tau]: ορμάω με φόρα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf