Ετικέτα: ΠΑΡΑΔΟΣΗ
-
νυφοστόλι, το [nifo’stoli]
νυφοστόλι, το [nifo’stoli]: το χρονικό διάστημα που γίνεται το στόλισμα της νύφης. [νύφ(η) -ο- στόλ(ισμα) -ι (πρβ. ελνστ. νυμφοστολῶ ‘συνοδεύω τη νύφη΄)]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
νταβάς, ο [da’vas]
νταβάς, ο[da’vas]: είδος μικρού στρογγυλού ταψιού με ψηλά χείλη, που συνήθ. έχει δύο χέρια για να το κρατούν. [τουρκ. tava -ς και ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] ].
-
νιόγαμπρα, τα [‘ɲoγambra]
νιόγαμπρα, τα [‘ɲoγambra]: οι νεόνυμφοι. [νέ(ος) -ο- γαμπρ(ός) -α με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το νιος]. Όπως και: https://ilialang.gr/νιογάμπρια-τα/
-
μπότζι, το [‘bodtzi]
μπότζι, το [‘bodtzi]: το ζεσταμένο τσίπουρο. [ίσως τουρκ. bοca].
-
μπόλια, η [‘boʎa]
μπόλια, η [‘boʎa]: το μαντίλι που φορούν οι γυναίκες στο κεφάλι: ‘Άσπρη μπόλια στο κεφάλι’. [βεν. imboglia με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπόκαλα, τα [‘bokala]
μπόκαλα, τα [‘bokala]: α. μικροί πέτρινοι βώλοι που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για το ομώνυμο παιχνίδι: ‘Όταν ήμασταν μικρά παίζαμε μπόκαλα. Τα ξέρεις;’ β. (μτφ.) για φαγητό που είναι σκληρό και άψητο: ‘Οι μελιτζάνες είναι μπόκαλα’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαντανία, η [banda’nia]
μπαντανία, η [banda’nia]: χονδρή κουβέρτα από προβατόμαλλο, περασμένη από νεροτριβή.
-
μπακράτσια, η [ba’kratsça]
μπακράτσια, η [ba’kratsça]: η καρδάρα. [τουρκ . bacraç -ια]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπακράτσι-το/
-
μπακίρι, το [ba’kiri]
μπακίρι, το [ba’kiri]: χαλκωματένιο σκεύος. [τουρκ. bakιr -ι].
-
μανέστρα, η [ma’nestra]
μανέστρα, η [ma’nestra]: είδος ζυμαρικού κομμένου σε μικρά κυβάκια: ‘Πάλι μανέστρα θα φάμε σήμερα;’. [βεν. manestra]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λειτουργιά, η [litu’rja]
λειτουργιά, η [litu’rja]: άζυμο ψωμί που προσφέρεται στην εκκλησία για να χρησιμοποιηθεί ως άρτος στη Θεία Ευχαριστία· πρόσφορο. [αρχ. λειτουργία: σημδ. γαλλ. ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λαήνα, η [la’ina]
λαήνα, η [la’ina]: πήλινο δοχείο για υγρά και τρόφιμα [αντδ. < μσν. λαγήνα < λατ. lῶgaena ( [lá-] ), lagena ( [-gé-] ) < αρχ. λάγυνος (πρβ. ελνστ. λάγηνος < λατ. lagena ( [-gé-] ))· αποβ. του μεσοφ. [j] ] · λαήνα. (Μηνάς 1978: 44, Δαγκ.· κατά Ανδρίτσαινα < λατ. lagena <αρχ. ουσ. λάγυνος)]. Βλ. […]
-
κατσιμπούχερας, ο [katsi’mbuçeras]
κατσιμπούχερας, ο [katsi’mbuçeras]: ο καλικάντζαρος. Και: https://ilialang.gr/κατσιμπουχέρια/
-
κανίσκι, το [ka’niski]
κανίσκι, το [ka’niski]: πανέρι που μεταφέρει δώρα για επίσημες εκδηλώσεις, όπως γάμος. [μσν. κανίσκι(ν) < αρχ. κανίσκιον ‘καλαμένιο καλαθάκι΄].
-
κάθικο, το [‘kaθiko]
κάθικο, το [‘kaθiko]: δοχείο για υγρά.
-
καδούλι, το [ka’ðuli]
καδούλι, το [ka’ðuli]: ξύλινος κάδος για την αποθήκευση προϊόντων. [κάδ(ος) -ούλι].
-
ζεμπίλι, το [ze’bili]
ζεμπίλι, το [ze’bili]: ψάθινο καλάθι με δυο χέρια. [τουρκ. zempil -ι].
-
ζαμπλαρίκος, ο [zambla’rikos]
ζαμπλαρίκος, ο [zambla’rikos]: ο τραχανάς.
-
δρούγα, η [‘ðruγa]
δρούγα, η [‘ðruγa]: το αδράχτι (εξάρτημα της ρόκας). Βλ. επίσης: https://ilialang.gr/αδράχτι-το-aδraxti/
-
γιορτόπιασμα, το [ʝo’rtopçazma]
γιορτόπιασμα, το [ʝo’rtopçazma]: η ημέρα κατά την οποία γίνεται η σύλληψη παιδιού. [γιορτ(ή) -ο- πια(σιμο) -σμα].