Ετικέτα: ΠΑΡΑΔΟΣΗ

  • αζίκι, το [a’ziki]

    αζίκι, το [a’ziki]: το δώρο συγγενών για το τραπέζι του γάμου. [τουρκ. azik -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αδράχτι, το [a’ðraxti]

    αδράχτι, το [a’ðraxti]: το επίμηκες κυλινδρικό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο του μαλλιού. [μσν. αδράχτι < αδράκτι (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) < ελνστ. ἀδράκτιον υποκορ. του ἄδρακτος < αρχ. ἄτρακτος]. Όπως και: https://ilialang.gr/δρούγα-η/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αδερφομοίρια, τα [aðerfo’mirʝa]

    αδερφομοίρια, τα [aðerfo’mirʝa]: τα αμοίραστα μερίδια που ανήκαν σε αδέρφια. [αδερφό(ς) + μοιρ(άζω) –ια]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αβασκαντούρι, το [avaska’nduri]

    αβασκαντούρι, το [avaska’nduri]: βότανο για το ξεμάτιασμα, αμάτιαστο. [λόγ. < αρχ. βάσκανος ‘που ασκεί μαγεία, κακόβουλος’, fr αβάσκαντος w. suff -ούρι]]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αερικό, το [aeri’ko]

    αερικό, το [aeri’ko]: πνεύμα, συνήθ. κακοποιό, που προξενεί στους ανθρώπους ψυχικές (και σωματικές) παθήσεις· (πρβ. στοιχειό, ξωτικό, ξωθιά, νεράιδα): ‘Τον βάρεσε αερικό’. [μσν. αερικό(ν), *αγερικόν < αέρ(ας), αγέρ(ας) -ικόν, ουδ. του -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀερικός ‘που μοιάζει με αέρα΄)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αγάνωτος [a’γanotos]

    αγάνωτος, -η, -ο [a’γanotos]: αυτός που δεν είναι γανωμένος: ‘Τενεκές αγάνωτος’. [α + μσν. γαν(ώνω) -ωτος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ασίκια, τα [a’sica]

    ασίκια, τα [a’sica]: α. οι αστράγαλοι του αρνιού. β. παιχνίδι με κότσια. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αρταίνομαι [a’rtenome]

    αρταίνομαι [a’rtenome]: παραβαίνω τη θρησκευτική νηστεία τρώγοντας απαγορευμένες τροφές: ‘Θα μεταλάβω και δεν αρταίνουμαι’ [μσν. αρτ(ώ) μεταπλ. -αίνω < αρχ. ἀρτ(ύω) ‘μαρινάρω κρέας΄ μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. αρτυσ-]. Και: https://ilialang.gr/αρταίνω-arteno/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • απότρυγα [a’potriγa]

    απότρυγα [a’potriγa]: (επιρρ.) μετά τον τρύγο: ‘Απότρυγα κατεβήκαμε στο χωριό’. [από + τρυγώ -α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανάπιασμα, το [a’napçazma]

    ανάπιασμα, το [a’napçazma]: φτιάχνω και φυλάω προζύμι. [ανά + πιάσ(ιμο) -μα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αναπιάνω [ana’pçano]

    αναπιάνω [ana’pçano]: πλάθω, ανακατώνω: ‘Αναπιάνω προζύμι για να φτιάξω ψωμί’. [ανά + πιάνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αδιάβαγος [aꞋðʝavaγos]

    αδιάβαγος, -η, -ο [aꞋðʝavaγos]: που δεν του διάβασε ο παπάς την κατάλληλη για την περίσταση ευχή, συνήθ. για νεκρό που τον έθαψαν, χωρίς να του διαβάσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία. [αδιάβαστος με τροπή του -στ- σε -γ-].

  • αγγλιά, τα [a’ŋgʎa]

    αγγλιά, τα [a’ŋgʎa]: τα μεγάλα δοχεία από λαμαρίνα στα οποία έβαζαν το λάδι οι λιτρουβιάρηδες. [μσν. αγγειό -λιά].

  • αγγειά, τα [a’ŋɟa]

    αγγειά, τα [a’ŋɟa]: α. οικιακά σκεύη. β. (μτφ.) τα ανδρικά γεννητικά όργανα. γ. τα χάλκινα σκεύη που χρησιμοποιούσε ο τσοπάνης για διάφορες εργασίες, όπως το άρμεγμα, το πήξιμο του τυριού κλπ. [μσν. αγγειό < αρχ. ἀγγεῖον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αγγειό, το [a’ŋɟo]

    αγγειό, το [a’ŋɟo]: σκεύος, δοχείο, συνήθ. πήλινο ή χάλκινο, για οικιακή χρήση: ‘Mαζεύτηκαν οι κυράδες με τ’ αγγειά τους’. [μσν. αγγειό < αρχ. ἀγγεῖον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Και: https://ilialang.gr/αγγελό-το/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • τάσι, το [‘tasi]

    τάσι, το [‘tasi]: το κύπελλο με πλατύ στόμιο που χρησιμοποιούσαν για ποτήρι: ‘Ήπιε απ’το ασημένιο τάσι’. [τουρκ. tas -ι].

  • ταγάρι, το [ta’γari]

    ταγάρι, το [ta’γari]: σακούλι μάλλινο. [μσν. ταγάριον υποκορ. του ελνστ. ταγ(ή) -άριον > -άρι]. Και: https://ilialang.gr/τράστο-το/

  • συχαρίκι, το [sixa’riki]

    συχαρίκι, το [sixa’riki]: το φιλοδώρημα σε αναγγελία καλής είδησης. [μσν. συγχαρίκια με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ‘συγχαρητήρια δώρα΄ < συγχαρ- (συγχαίρω) -ίκια, πληθ. του -ίκιον > -ίκι].

  • προγκηχτήρι, το [progi’xtiri]

    προγκηχτήρι, το [progi’xtiri]: το σκιάχτρο. [πρόγκ(α) -ηχτήρι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πιστρόφια, τα [pi’strofça]

    πιστρόφια, τα [pi’strofça]: η πρώτη επίσκεψη του νιόπαντρου ζευγαριού στο πατρικό σπίτι της νύφης. [(ε)πιστρ(έφω) -όφια]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf