Ετικέτα: ΠΑΡΑΔΟΣΗ
-
πεντόβολα, τα [pe’dovola]
πεντόβολα, τα [pe’dovola]: παιδικό παιχνίδι με πέντε μπίλιες ή πέτρες. [πέντ(ε) –ο- βολ(η) –α].
-
νυφιάτικος, ο [ni’fcatikos]
νυφιάτικος, ο [ni’fcatikos]: ο χορός της νύφης την ημέρα του γάμου: ‘Nυφιάτικος χορός’. [νύφ(η) -ιάτικος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξάγι, το [‘ksaγi]
ξάγι, το [‘ksaγi]: το ποσοστό που θα πάρει ο μυλωνάς από το προϊόν που θα αλέσει. [λατ. λ. exagium ‘ζυγός’]. Όπως και: https://ilialang.gr/ξάι-το-ksai/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νταμιτζάνα. η [dami’dzana]
νταμιτζάνα η [dami’dzana]: μεγάλο γυάλινο δοχείο, καλυμμένο με ψάθινο ή πλαστικό πλέγμα, κατάλληλο για κρασί ή για νερό. [ιταλ. damigiana < γαλλ. dame-jeanne (περιπαιχτικό) ‘κυρία Ιωάννα΄· λόγ επίδρ. με βάση το γαλλ. τύπο].
-
νταμπουράς, ο [dabu’ras]
νταμπουράς, ο [dabu’ras]: γενική ονομασία για μια σειρά από λαϊκά όργανα της οικογένειας του λαγούτου: ‘Παίζω τον νταμπουρά’. [μσν. ταμπουράς < τουρκ. tambura -ς (από τα περσ. ή μέσω του αραβ. tanbūr)]. Και: https://ilialang.gr/ταμπουράς-ο-tamburas/
-
νιογάμπρια, τα [ɲο’γambria]
νιογάμπρια, τα [ɲo’γambria]: το νιόπαντρο ζευγάρι. [μσν. νεόγαμπρος < νέ(ος) -ο- + γαμπρ(ός) -ος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το νιος]. Όπως και: https://ilialang.gr/νιόγαμπρα-τα/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μυλόπετρα, η [mi’lopetra]
μυλόπετρα, η [mi’lopetra]: καθεμιά από τις δύο κυλινδρικές πλάκες που χρησιμοποιούσαν στο μύλο για το άλεσμα των σιτηρών: ‘Πέτρινη μυλόπετρα’. [μύλ(ος) -ο- + πέτρα].
-
μπουναμάς, ο [buna’mas]
μπουναμάς, ο [buna’mas]: το φιλοδώρημα στα παιδιά τις γιορτές: ‘Πρωτοχρονιάτικος μπουναμάς’. [βεν. bonama(n) ‘φιλοδώρημα για ανταμοιβή υπηρεσίας, χριστουγεννιάτικο ή πρωτοχρονιάτικο δώρο΄ -ς· τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ]. Και: https://ilialang.gr/μπουλαμάς-ο-bulamas/
-
μπότσα, η [‘botsa]
μπότσα, η [‘botsa]: πήλινο ή γυάλινο αγγείο υγρών που χωρούσε δύο οκάδες τσίπουρου: ‘Γέμισε την μπότσα’. [πιθ. <ιταλ. bozza. Η λ. με διαφορ. προέλ. (<βεν. bozza ‘δοχείο λαδιού ή κρασιού’ στο Du Cange (τζ) και σήμ. ιδιωμ)].
-
μπομπότα, η [bo’bota]
μπομπότα, η [bo’bota]: ψωμί παρασκευασμένο από καλαμποκίσιο αλεύρι. [αλβ. bobot(;) -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπιζ, το [‘biz]
μπιζ, το [‘biz]: (άκλ.) ομαδικό παιχνίδι, στο οποίο κάποιος χωρίς να βλέπει πρέπει να μαντέψει ποιος από τους άλλους τον χτύπησε, καθώς και το σχετικό επιφώνημα. [ηχομιμ.].
-
μπακράτσι, το [ba’kratsi]
μπακράτσι, το [ba’kratsi]: χάλκινο σκεύος, δοχείο. [τουρκ. bakraç ‘ χάλκινο δοχείο’ -ι]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπακράτσια-η/ Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μπακίρια, τα [ba’kirʝa]
μπακίρια, τα [ba’kirʝa]: σκεύη μαγειρικά από χαλκό. [τουρκ. bakιr -ι].
-
μετζελούτα, η [medze’luta]
μετζελούτα, η [medze’luta]: τη στιγμή που κάποιος που πενθεί αρχίζει να ξανοίγει τα μαύρα.
-
μαλίνα, η [ma’lina]
μαλίνα, η [ma’lina]: αρρώστια, το κρυολόγημα: ‘Μαλίνα να σε φάει’ (κατάρα: να αρρωστήσει κάποιος). Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαγάρι, το [ma’γari]
μαγάρι, το [ma’γari]: το μίασμα, το κακό: ‘Είναι μαγάρι να τινάζεις τραπεζομάντηλο τη νύχτα’. [μαγαρ(ίζω) -ι].
-
λειψή, η [li’psi]
λειψή, η [li’psi]: αραποσιτένιο ψωμί χωρίς προζύμι, ή μπομπότα. [μσν. λειψ(ός) – ή]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λεβέτι, το [le’veti]
λεβέτι, το [le’veti]: μεγάλο χαλκωματένιο καζάνι με χερούλια. [αρχ. ουσ. λεβήτιον. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λαζούρι, το [la’zuri]
λαζούρι, το [la’zuri]: το κόκκινο νήμα. [παλαιότ. επίθ. λαζούριον (χρώμα, πιθ. 7. αι., Steph., πβ. Lampe, λ. ιος) <περσ. lᾱzhward· πβ. μεσν. λατ. lazur και lazurius (Du Cange, Lat.). H λ. το 10. αι. (Steph.). Τ. λαζούρ’ σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κρατάει [kra’tai]
κρατάει [kra’tai]: (για σπίτια, δάση κλ.π) έχει φαντάσματα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o