Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ
-
αράπης, ο [a’rapis]
αράπης, ο [a’rapis]: το μαύρο σκυλί. [τουρκ. Arap -ης < αραβ. ῾Arab].
-
πετρωτή, η [petro’ti]
πετρωτή, η [petro’ti]: κότα με άσπρα και μαύρα πούπουλα. [< πέτρ(α) -ωτή].
-
ψωμώνω [pso’mono]
ψωμώνω [pso’mono]: α. (για τον καρπό σιτηρών, οσπρίων κτλ.) ωριμάζω καλά, έτσι που να αποκτήσω καρπό με πολλή σάρκα· μεστώνω: ‘Ψώμωσαν τα σιτηρά’. || (σπάν.) συντελώ στην ωρίμανση. β. (για άνθρ.) αποκτώ αρκετή και σφιχτή σάρκα, έτσι που να φαίνεται ότι έχω σωματική δύναμη· γίνομαι εύρωστος: ‘Ψωμωμένο παλικάρι’ (γεροδεμένο). [ψωμ(ί) -ώνω].
-
ψιχαστήρα, η [psixa’stira]
ψιχαστήρα, η [psixa’stira]: μεταλλική χειροκίνητη συσκευή για τον ψεκασμό του αμπελιού: ‘Πάρε την ψιχαστήρα για τ’αμπέλι’. [λόγ. ψεκασ- (ψεκάζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. sprinkler].
-
χωρατό, το [xora’to]
χωρατό, το [xora’to]: αστείο, άκακο πείραγμα: ‘Χοντροκομμένο χωρατό μου έκανες’. [χωρατ(εύω) -ό (αναδρ. σχημ.)]..
-
χολιασμένος [xoʎa’smenos]
ζολιασμένος, -η, -ο [xoʎa’smenos]: ο θυμωμένος, στενοχωρημένος. ‘Είναι χολιασμένη τώρα! Μην της μιλάς!’ (έχει νευριάσει). [αρχ. χολ(ῶ) -ιασμένος].
-
χιονίστρα, η [ço’nistra]
χιονίστρα, η [ço’nistra]: τοπικός ερεθισμός και πρήξιμο που παρουσιάζεται στα δάχτυλα, στη μύτη και στα αυτιά και που προκαλείται από ψύξη. [χιόν(ι) -ίστρα].
-
χαλκωματένιος [xalkoma’teɲos]
χαλκωματένιος, -α, -ο [xalkoma’teɲos]: (κυρ. για μαγειρικά σκεύη) που τον έχουν κατασκευάσει από χαλκό. [χαλκωματ- (χάλκωμα) -ένιος].
-
χάμουρα, τα [‘xamura]
χάμουρα, τα [‘xamura]: η σαγή (το σύνολο των εξαρτημάτων που τοποθετούμε επάνω στο υποζύγιο, όταν πρόκειται να το ιππεύσουμε ή να το φορτώσουμε) του αλόγου και κυρίως τα ηνία. [ρουμ. hamuri, πληθ. του ham που θεωρήθηκε ουδ. εν. και τροπή σε πληθ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαμπερίζω [xambe’rizo]
χαμπερίζω [xambe’rizo]: υπολογίζω, λογαριάζω: ‘Δεν χαμπερίζει μήτε τον πατέρα του!’ [ < χαμπέρ(ι) –ίζω].
-
χαλεύω [xa’levo]
χαλεύω [xa’levo]: γυρεύω: ‘Τι χαλεύεις εκεί δα;’ [ < χαλ(από την αρχ. δωρ. λ. χαλή*) -εύω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαλκιάς, ο [xa’lcas]
χαλκιάς, ο [xal’cas]: αυτός που κατεργάζεται το χαλκό. || σιδεράς. [μσν. χαλκιάς < *χαλκέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. χαλκεύς, αιτ. -έα].
-
χαΐρι, το [xa’iri]
χαΐρι, το [xa’iri]: όφελος, προκοπή: ‘Δεν είδα χαΐρι απ΄ αυτόν’ (δε μου πρόσφερε τίποτε καλό). (κατάρα) Χαΐρι να μη δεις! [τουρκ. hayιr (από τα αραβ.) -ι].
-
χαλάλι, το [xa’lali]
χαλάλι, το [xa’lali]: λεπτό ξυλαράκι [τουρκ. (διαλεκτ.) halal (< helâl από τα αραβ.) -ι].
-
φυσήχτρα, η [fi’sixtra]
φυσήχτρα, η [fi’sixtra]: τρυπημένο καλάμι για το τρύπημα της φωτιάς. [ < φυσάω < φύσησ- ηχτρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φυσουνιασμένος [fisuɲa’smenos]
φυσουνιασμένος, -η, -ο [fisuɲa’smenos]: αυτός που είναι υπό την επήρεια ουσιών. ‘Δεν τόνε βλέπεις; Είναι φυσουνιασμένος!’ [<φυσούν(ι) -ιασμένος < φυσ(ώ) -όνι ( [o > u] από επίδρ. του [n] )].
-
φώλι, το [‘foli]
φώλι, το [‘foli]: αληθινό ή ψεύτικο αυγό που βάζουν στη φωλιά της κότας για να την κάνουν να γεννήσει εκεί και όχι σε άλλο μέρος. [φωλ(ιά) υποκορ. -ι]. Και: https://ilialang.gr/φώλος-ο/
-
φυράδα, η [fi’raða]
φυράδα, η [fi’raða]: η χαραμάδα. [< φυρ(ός) –άδα].
-
φτερακάω [ftera’kao]
φτερακάω [ftera’kao]: α. φτερουγίζω, πετάω. β. (μτφ.) πεθαίνω: ‘Εγώ ίσαμε τότε, θα έχω φτερακίσει’. [ < φτερ(ουγίζω) -ακάω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φρίκιασα [‘fricasa]
φρίκιασα [‘fricasa]: φοβήθηκα. [< αρχ. φρίκ(η) –ιασα].