Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ
-
βουρλίδι, το [vu’rliði]
βουρλίδι, το [vu’rliði]: κλωστή που βγαίνει από το φυτό βούρλο. [<βούρλ(ο) -ίδι].
-
βερβερίζω [verve’rizo]
βερβερίζω [verve’rizo]: πονάω πολύ. [τούρκ. veresiye -ίζω].
-
βελέσι, το [ve’lesi]
βελέσι, το [ve’lesi]: ένδυμα από γυναικείο μεσοφόρι. [βεν. valessio].
-
βαρβάτος [va’rvatos]
βαρβάτος, -η, -ο [va’rvatos]: ο μη ευνουχισμένος. [λατ. barbatus ‘που έχει γένια (barba)΄ (δηλ. όχι ευνούχος) -ος].