Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ
-
θαμπίζω [θa’mbizo]
θαμπίζω [θa’mbizo]: βλέπω λιγότερο. [θαμπ(ός) -ίζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζυμουριάζω [zimu’rʝazo]
ζυμουριάζω [zimu’rʝazo]: α. (μτφ.) πιέζω: ‘Μην την ζυμουριάζεις! Θα φύγει!’ β. ζυμώνω. [ζύμ(η) -ουριάζω]. Βλ. επίσης: https://vouliagmenihleias-gr6.webnode.gr/ξεχασμενεσ-λεξεισ-λιγο-πριν-χαθουν/
-
ζυγιά, η [zi’ja]
ζυγιά, η [zi’ja]: α. το ζεύγος. β. η δημοτική ορχήστρα. [ζυγ(ός) -ιά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζεμπίλι, το [ze’bili]
ζεμπίλι, το [ze’bili]: ψάθινο καλάθι με δυο χέρια. [τουρκ. zempil -ι].
-
ζεμπερέκι, το [zembe’reki]
ζεμπερέκι, το [zembe’reki]: εξωτερικό χερούλι του μηχανισμού της κλειδωνιάς. [τουρκ. zemberek -ι].
-
ζαλιά, η [za’ʎa]
ζαλιά, η [za’ʎa]: το φορτίο στην πλάτη. [ζαλ(ώνω) –ια]. Όπως και: https://ilialang.gr/ζάλα-η/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ερμαδιακός [ermaðʝa’kos]
ερμαδιακός, -ιά, -ό [ermaðʝa’kos]: ο μοναχός. [μσν. ερημάδι(ον δες ρημάδι) -ακός και συγκ. του άτ. [i] κατά το έρμος].
-
διάτα, η [‘ðjata]
διάτα, η [‘ðjata]: α. διαταγή. β. η συμβουλή [διατ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)].
-
διακονιάρης, ο [ðjako’ɲaris]
διακονιάρης, ο [ðjako’ɲaris]: αυτός που ζητάει από τον κόσμο μια μικρή βοήθεια, μια ελεημοσύνη για να ζήσει· ζητιάνος: [μσν. διακονιάρης < διακονι(ά) -άρης]. Όπως και: https://ilialang.gr/διακονιάρης-ο-δjakonaris/
-
γρουμπούλι, το [γru’mbuli]
γρουμπούλι, το [γru’mbuli]: α. το εξόγκωμα. β. μικρή μάζα από χώμα ή από οποιοδήποτε υλικό. [< γρόμπ(ος) ‘εξόγκωμα στο δέρμα’ -ούλι].
-
γνέμα, το [‘γnema]
γνέμα, το [‘γnema]: το νήμα. [< γνέθω -μα]. Όπως και: https://ilialang.gr/νέμα-το/
-
γλαριάζω [γla’rʝazo]
γλαριάζω [γla’rʝazo]: με πιάνει υπνηλία. [< γλαρ(ός) -ιάζω].
-
γκρεμίλα, η [gre’mila]
γκρεμίλα, η [gre’mila]: ο γκρεμός. [γκρεμ(ός) -ίλα].
-
γκαβός [ga’vos]
γκαβός, -ή, -ό [ga’vos]: ο αλλήθωρος. [βλάχ. gav(ŭ) ( [gá-] ) ‘τυφλός΄ -ος, μετακ. τόνου κατά τα στραβός, τυφλός].
-
γιοργάς, ο [ʝo’rγas]
γιοργάς, ο [ʝo’rγas]: γρήγορο περπάτημα αλόγου όπου η κάθε πλευρά ποδιών κινείται ταυτόχρονα. [<επίρρ. γιοργά (Somav., ΙΛ) + κατάλ. ‑άς. Πβ. ιδιωμ. γιοργάς (= τριποδισμός, ΙΛ)].
-
γιόμα, το [‘ʝoma]
γιόμα, το [‘ʝoma]: το μεσημέρι, το μεσημεριανό φαγητό. [< (από)γιομα].
-
γανίλα, η [γa’nila]
γανίλα, η [γa’nila]: η βρώμα, η σκουριά. [γαν(ώνω) -ίλα].
-
βρωμίστρα, η [vro’mistra]
βρωμίστρα, η [vro’mistra]: χοντροκομμένο άχυρο βρώμης. [βρώμ(η) -ιστρα].
-
βουτσέλι, το [vu’tseli]
βουτσέλι, το [vu’tseli]: α. μικρό βαρέλι. β. (μτφ.) παιδί χωρίς τρόπους. [βουτσ(ί) -έλι].
-
βουρλίζομαι [vu’rlizome]
βουρλίζομαι [vu’rlizome]: τρελαίνομαι, νευριάζω. [βούρλ(ο) -ίζομαι].