Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ
-
μαλαγάνας, ο [mala’γanas]
μαλαγάνας, ο [mala’γanas]: α. ο καταφερτζής. β. ο πολυλογάς. [ίσως ισπαν. malagana ‘λιποθυμία΄ & -ς]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λωβούλης, ο [lo’vulis]
λωβούλης, ο [lo’vulis]: ο κακός άνθρωπος. [ίσως, λωβός ‘λεπρός’ -ούλης]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
λουρώνω [lu’rono]
λουρώνω [lu’rono]: μαλακώνω, γίνομαι ευλύγιστος. [λούρ(α) -ώνω].
-
λιμάδι, το [li’maði]
λιμάδι, το [li’maði]: α. ο πεινασμένος: ‘Έφαγε σα λιμάδι’. β. (μτφ.) ο τσιγκούνης [λίμ(α) -άδι].
-
λιάστρα, η [‘ʎastra]
λιάστρα, η [‘ʎastra]: συνήθως το αλώνι, το προσηλιακό μέρος που τοποθετούν το καλοκαίρι διάφορα φαγώσιμα για αποξήρανση. [λιά(ζω) -στρα].
-
λεβιθιάρικο, το [levi’θʝariko]
λεβιθιάρικο, το [levi’θʝariko]: το ζώο που έχει λεβίθες (σκουλήκι), το αδύνατο, το ωχρό. [λεβίθ(ι) ‘σκουλήκι ζώου’ -ιάρικο].
-
λαμίζω [la’mizo]
λαμίζω [la’mizo]: βάζω κάποιο μέταλλο, πέτρα ή κεραμίδι στην φωτιά μέχρι να κοκκινίσει. [ιταλ. lam(a) -ίζω].
-
λαλημένος [lali’menos]
λαλημένος, -η, -ο [lali’menos]: ο τρελαμένος. [λαλ(άω) -ημένος].
-
λάλας, ο [‘lalas]
λάλας, ο [la’las]: ο μικρός αδελφός: ‘Ήρθε η μητέρα με τον λάλα της’. [τουρκ. lala, περσ. προέλ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λάκκα, η [‘laka]
λάκκα, η [‘laka]: κοιλότητα του εδάφους σε χωράφι, γούβα: ‘Τά ‘χωσε ούλα στη λάκκα’ (πρβ. λάκκος). [*λακκ(ί) (υποκορ. του λάκκ(ος) -ί) μεγεθ. -α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λαιμουριάζω [lemu’rʝazo]
λαιμουριάζω [lemu’rʝazo]: πιάνω κπ. από τον λαιμό και του αφήνω σημάδια. [λαιμ(ός) -ουριάζω].
-
κωλαριά, η [kola’rʝa]
κωλαριά, η [kola’rʝa]: οι πρόποδες ενός λοφίσκου που βρίσκεται σε χωράφι. [κώλ(ος) -αριά].
-
κρυαδίζει [kria’ðizi]
κρυαδίζει [kria’ðizi]: αρχίζει να κάνει κρύο. [κρύ(ο) -αδίζει].
-
κόφτρα, η [‘koftra]
κόφτρα, η [‘koftra]: α. μεγάλο πριόνι που χρησιμοποιείται για το κόψιμο χονδρών κορμών ξύλου. β. το σημείο που αλλάζει τη ροή σε ένα αυλάκι. [κόβω -φτρα].
-
κουτσαβλιάρης, ο [kutsa’vʎaris]
κουτσαβλιάρης, ο [kutsa’vʎaris]: ο κουτσός, ο ανήμπορος: ‘Ο κακομοίρης είναι κουτσαβλιάρης’. [κουτσ(ός) -αβλιάρης].
-
κουτάβι, το [ku’tavi]
κουτάβι, το [ku’tavi]: α. το νεογέννητο σκυλάκι. β. (μτφ.) το μικρό και απονήρευτο παιδί. [μσν. κουτάβι(ο)ν < σλαβ. kut- (πρβ. βουλγ. kutre, ρωσ. kutya)].
-
κοτσιλισμένος [kotsili’zmenos]
κοτσιλισμένος, -η, -ο [kotsili’zmenos]: (μτφ.) ο σημαδεμένος, αυτός που έχει βεβαρυμένο ποινικό μητρώο. [< κουτσιλιά με προχωρ. αφομ. [u-i > u-u] < κότ(α) -ο- + τσιλιά < τσιλ(ώ) -ισμένος με απλολ. [totsi > tsi] ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) ή < κουτσο-+ τσιλιά με απλολ. [tsotsi > tsi] )].
-
κότσαλο, το [‘kotsalo]
κότσαλο, το [‘kotsalo]: σκληρό κομμάτι από το στάχυ που δε φεύγει με το λίχνισμα. [βλάχ. cotsalā θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κορδωτός [korðo’tos]
κορδωτός, -ή, -ό [korðo’tos]: καμαρωτός: ‘Περπατούσε κορδωτή καθώς κατέβαινε’. [κορδώ(νω) -τός].
-
κορακιάζω [kora’cazo]
κορακιάζω [kora’cazo]: διψάω πολύ. [κόρακ(ας) -ιάζω(από την εντύπωση που προξενεί η κραυγή του) ή τουρκ. kurak ‘στεγνός, ξερός΄ -ιάζω, παρετυμ. κοράκι]. Και: https://ilialang.gr/κορατσιάζω-koratsiazo/ Και: https://ilialang.gr/κορυζιάζω-ή-κορατσιάζω-διψάω-πολύ/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf