Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ
-
μπουχός, ο [bu’xos]
μπουχός, ο [bu’xos]: α. μεγάλη ποσότητα από: 1. σκόνη που αιωρείται· κουρνιαχτός. 2. υδρατμούς. β. φεύγω τρέχοντας: ‘Έγινε μπουχός’ [σλαβ. puh -ός κατά το κουρνιαχτός (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μπουχίζω [bu’xizo]
μπουχίζω [bu’xizo]: ραντίζω, καταβρέχω με υγρό. [μπουχ(ός) -ίζω < σλαβ. puh -ός κατά το κουρνιαχτός (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπουχάω-μπουχίζω/ Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μπούσουλας, ο [‘busulas]
μπούσουλας, ο [‘busulas]: ναυτική πυξίδα. [μσν. μπούσουλας < μπούσουλα η (μεταπλ. με βάση την αιτ.) αντδ. < ιταλ. bussola ( [o > u] από προχωρ. αφομ. [u-o > u-u] ή από επίδρ. του [l] ) < υστλατ. buxida < ελνστ. πυξίδα, αιτ. της λ. πυξίς, δες και πυξίδα].
-
μπουρμπούτσαλα, τα [bu’rbutsala]
μπουρμπούτσαλα, τα [bu’rbutsala]: τα ανάξια λόγου, τα χωρίς ουσία λόγια και έργα: ‘Ούλο μπουρμπούτσαλα μας λέει ο δήμαρχος’. [ίσως βεν. barbuzzal ‘μικρή μάσκα στο μέτωπο ηθοποιού’ -α]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μπουκούνι, το [bu’kuni]
μπουκούνι, το [bu’kuni]: κομμάτι ψωμιού στο μέγεθος όσο χωράει το στόμα ενός ανθρώπου. [βεν. bocon ‘μπουκιά’ -ι]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μπότζι, το [‘bodtzi]
μπότζι, το [‘bodtzi]: το ζεσταμένο τσίπουρο. [ίσως τουρκ. bοca].
-
μπίτι [‘biti]
μπίτι [‘biti]: καθόλου. [τουρκ. bit ‘τέλειωνε!’, προστ. του ρ. biter].
-
μπιρμπίλι, το [bi’rbili]
μπιρμπίλι, το [bi’rbili]: το αηδόνι. [τουρκ. bülbül ‘αηδόνι’ -ι].
-
μπαϊράκι, το [bai’raki]
μπαϊράκι, το [bai’raki]: α. σημαία. β. ανεξαρτητοποίηση. [τουρκ. bayrak -ι].
-
μπέσικος [‘mbesikos]
μπέσικος, -η, -ο [‘mbesikos]: α. ελεύθερος. β. τεμπέλης, ρέμπελος. [αλβ. bes(a) -ικος ‘η μπέσα’]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπέσκος-mbeskos/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπεσίκι, το [mbe’siki]
μπεσίκι, το [mbe’siki]: κούνια. [τούρκ. besik -ι]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μπέμπελη, η [‘bembeli]
μπέμπελη, η [‘bembeli]: η ιλαρά: ‘Έβγαλε την μπέμπελη’. [σλαβ. pepel ‘στάχτη’ -η (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] και προχωρ. αφομ. [b-p > b-b] )]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μπελερίνα, η [bele’rina]
μπελερίνα, η [bele’rina]: διπλή κοντή μάλλινη εσάρπα. [γαλλ. pèlerin(e) -α].
-
μπεζαχτάς, ο [beza’xtas]
μπεζαχτάς, ο [beza’xtas]: το συρτάρι του τραπεζιού: ‘Τήρα στον μπεζαχτά, μέσα’. [τουρκ. bezahta -ς].
-
μπασταρδέλι, το [basta’rðeli]
μπασταρδέλι, το [basta’rðeli]: το νόθο παιδί. [ιταλ. bastard(o) -έλι].
-
μπαξές, ο [ba’kses]
μπαξές, ο [ba’kses]: το περιβόλι, ο κήπος. [-χτσ-: τουρκ. bahçe -ς (από τα περσ.)· -ξ-: αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] ].
-
μπαμπέσης, ο [ba’besis]
μπαμπέσης, ο [ba’besis]: ο προδότης. [αλβ. pabes(ë) -ης με ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b]· μπαμπέσ(ης) -α].
-
μπαλτάς, ο [ba’ltas]
μπαλτάς, ο [ba’ltas]: ο πέλεκυς, το τσεκούρι. [τουρκ. balta -ς· ηχηροπ. [t > d] από επίδρ. του [l] ].
-
μπακράτσια, η [ba’kratsça]
μπακράτσια, η [ba’kratsça]: η καρδάρα. [τουρκ . bacraç -ια]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπακράτσι-το/
-
μπακούρω, η [ba’kuro]
μπακούρω, η [ba’kuro]: η χαζή, η άμυαλη γυναίκα, η χοντροκαμωμένη. [τουρκ. bakir ‘παρθενικός’ (από τα αραβ.) -ω].