Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ
-
σεργιανίζω [serʝa’nizo]
σεργιανίζω [serʝa’nizo]: περιδιαβαίνω. [σεργιάν(ι) -ίζω· σεργιαν(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. σεργιανισ-].
-
σερβάντα, η [se’rvanda]
σερβάντα, η [se’rvanda]: έπιπλο της τραπεζαρίας. [λόγ. < γαλλ. servant(e) -α].
-
σέμπρος, ο [‘sembros]
σέμπρος, ο [‘sembros]: ο μισακάτορας. [σλαβ. sebrȗ < *sepra ‘φίλος σε πρωτοβαλτικές γλώσσες’]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
σεβντάς, ο [se’vdas]
σεβντάς, ο [se’vdas]: ο έρωτας, η επιθυμία. [τουρκ. sevda -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σβίγκος, ο [‘zviŋgos]
σβίγκος, ο [‘zviŋgos]: κοντός, χοντρός και πλαδαρός άνθρωπος. [παλ. γερμ. swing(e) -ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σβερκώνω [zve’rkono]
σβερκώνω [zve’rkono]: χτυπάω κάποιον. [σβέρκ(ος) -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σβερκώνομαι [zve’rkonome]
σβερκώνομαι [zve’rkonome]: κοιμάμαι. [σβέρκ(ος) -ώνομαι].
-
σαρίδι, το [sa’riði]
σαρίδι, το [sa’riði]: σκουπίδι, φρόκαλο. [ελνστ. σαρόω, σαρ(ώ) -ίδι < αρχ. σαίρω]. Και: https://ilialang.gr/φρόκαλο-το-frokalo/
-
σακιάζω [sa’cazo]
σακιάζω [sa’cazo]: πιέζω το σακί να χωρέσει περισσότερα. [σακ(ί) -ιάζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σάγισμα, το [‘saγizma]
σάγισμα, το [‘saγizma]: μικρό χαλί κατασκευασμένο από τραγόμαλλο. [< σάγισμα < σαγίον < αρχ. σάγος ‘χοντρός μανδύας’]. Όπως και: https://ilialang.gr/σάϊσμα-το/
-
σαγάνι, το [sa’γani]
σαγάνι, το [sa’γani]: χαλκωματένιο πιάτο. [σαχ-: τουρκ. sahan (από τα αραβ.) -ι· σαγ-: ηχηροπ. του μεσοφ. [x > γ] από επίδρ. του ριν. [n] ;].
-
ρημαδιακό, το [rimaðʝa’ko]
ρημαδιακό, το [rimaðʝa’ko]: το έρημο: ‘Είναι έρμο μπίτι ρημαδιακό το σπίτι’ ή ‘το ρημαδιακό μου’ (το σπιτικό μου). [ρημάδ(ι) -ιακό]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ρεφενές, ο [refe’nes]
ρεφενές, ο [refe’nes]: συνεισφορά, το ποσό που αναλογεί στο καθένα από τα πρόσωπα μιας ομάδας (παρέας κτλ.) για τα έξοδα κοινού γεύματος, διασκέδασης κτλ. [τουρκ. (διαλεκτ.) refene -ς (< herifane, από τα περσ.)].
-
ραχάτι, το [ra’xati]
ραχάτι, το [ra’xati]: αργία, ανάπαυση, χουζούρι, ραστώνη: ‘Τα κάνει ούλα με το ραχάτι του’. [τουρκ. rahat (αραβ. rāhat) -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
προγκηχτήρι, το [progi’xtiri]
προγκηχτήρι, το [progi’xtiri]: το σκιάχτρο. [πρόγκ(α) -ηχτήρι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πουλακίδα, η [pula’kiða]
πουλακίδα, η [pula’kiða]: α. νεαρή κότα. β. (μτφ.) η ζωηρή κοπέλα. [πουλάκ(ι) -ίδα].
-
πούδιασμα, το [‘puðʝazma]
πούδιασμα, το [‘puðʝazma]: το κρυολόγημα: ‘Θ’αρπάξεις πούδιασμα’ (θα κρυώσεις). [παλ. ιταλ. punta -ιασμα]. Όπως και: https://ilialang.gr/πούντα-η-punda/
-
ποριά, η [po’rʝa]
ποριά, η [po’rʝa]: πρόχειρη πόρτα στο μαντρί. [λόγ. < αρχ. πόρος -ιά ].
-
ποδαρικό, το [poðari’ko]
ποδαρικό, το [poðari’ko]: α. το πόδι τραπεζιού ή άλλου επίπλου. β. (μτφ.) ο πρώτος που μπαίνει σε κάποιο μαγαζί, σπίτι, ή κτήμα. [ποδάρ(ι) -ικό].
-
πίρος, ο [‘piros]
πίρος, ο [‘piros]: το ξύλινο βούλωμα του βαρελιού. [ιταλ. piro -ς].