Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ
-
φωτερά, τα [fote’ra]
φωτερά, τα [fote’ra]: τα μάτια. [φωτ- (φως) -ερά].
-
φιντάνι, το [fi’dani]
φιντάνι, το [fi’dani]: α. το βλαστάρι. β. νεαρό πονηρό άτομο: ‘Είναι φιντάνι αυτός! Μην τον εμπιστεύεσαι’. [αντδ. < τουρκ. fidan -ι < αρχ. φυτόν].
-
φτερίνα, η [fte’rina]
φτερίνα, η [fte’rina]: η φτέρη. [αρχ. πτέρ(ις) μεταπλ. -η με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ].
-
φούσκος, ο [‘fuskos]
φούσκος, ο [‘fuskos]: α. το πέσιμο. β. η σφαλιάρα: ‘Του έδωσα έναν φούσκο και έπεσε κάτω’. [φούσκ(α) -ος].
-
φουρλατίζω [furla’tizo]
φουρλατίζω [furla’tizo]: είμαι ανήσυχος [φούρλ(α) -τίζω] < [ιταλ. frulla προστ. του frullo ‘περιστρέφομαι γρήγορα΄ με μετάθ. του [r] ].
-
φορτσάτος [fo’rtsatos]
φορτσάτος, -η, -ο: γρήγορος, ο βιαστικός: ‘Ήρθε με έναν αέρα φορτσάτο’. [ιταλ. forzato -ς].
-
φόλα, η [‘fola]
φόλα, η [‘fola]: α. το μπάλωμα. β. δηλητήριο. [ίσως μσν. φόλα, φόλλις ‘τροφή, μικρό νόμισμα’ < λατ. follis ‘μικρό δερμάτινο σακί’].
-
τσουπί, το [tʃu’pi]
τσουπί, το [tʃu’pi]: το κορίτσι. [αλβ. tšuprë, tšupa -ί]. Και: https://ilialang.gr/τσούπρα-η/ Και: https://ilialang.gr/τσούπα-η-tʃupa/
-
τσουβαλαρία, η [tsuvala’ria]
τσουβαλαρία, η [tsuvala’ria]: στρίμωγμα, ό ένας επάνω στον άλλον. [τσουβαλ(ιάζω) -αρία < τουρκ. çuval (από τα περσ.) -ι].
-
τσίτα, η [‘tsita]
τσίτα, η [‘tsita]: α. το ελατήριο, ο συναγερμός. β. (χωρίς πληθ.): Το ξύλο για το μουνούχισμα και το τέντωμα των ζώων [ίσως τσιτ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσινιά, η [tsi’ɲa]
τσινιά, η [tsi’ɲa]: κλωτσιά αλόγου. [τσιν(ώ) -ιά].
-
τσερέπα, η [tse’repa]
τσερέπα, η [tse’repa]: η γάστρα. [ίσως, σλαβ. cerio].
-
τσατουμάς, ο [tsatu’mas]
τσατουμάς, ο [tsatu’mas]: λεπτό χώρισμα σπιτιού από πήχεις, ή καλάμια κολλημένα με χώμα. [τουρκ. çatma ανάπτυξη /u/].
-
τσατάλα, η [tsa’tala]
τσατάλα, η [tsa’tala]: κομμάτι ξύλου με διακλάδωση που το χρησιμοποιούσαν για άγκιστρο. [τουρκ. çatal -α].
-
τσάρκος, ο [‘tsarkos]
τσάρκος, ο [‘tsarkos]: χώρος εντός του στάβλου για τα αρνιά. [ίσως, τουρκ. çarka ‘περιπολία ελαφρού πεζικού μπροστά από το κύριο στράτευμα’].
-
τσαντίλα, η [tsa’dila]
τσαντίλα, η [tsa’dila]: α. αραχνοΰφαντο πανί για το σούρωμα του τυριού. β. (μτφ.) ρούχο άκομψο και κακόγουστο. [σλαβ. čedil(o) -α κατά το σακούλα].
-
τσαμπίδα, η [tsa’mbiða]
τσαμπίδα, η [tsa’mbiða]: μέρος του σταφυλιού. [μσν. τσαμπί < βεν. zambin ‘μικρή γάμπα’ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] -ίδα]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
τσαμπάσης, ο [tsa’mbasis]
τσαμπάσης, ο [tsa’mbasis]: ο έμπορος ζώων κυρίως αλόγων. [τουρκ. cambaz -ης με αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.].
-
τσαλιμάκι, το [tsali’maki]
τσαλιμάκι, το [tsali’maki]: α. η φιγούρα. β. η πονηριά. [τουρκ. çalim -ακι]. Και: https://ilialang.gr/κορδελλάκια-τα-κορδέλα-η-korδela-1-μακρόστ/
-
τσακουμάκι, το [tsaku’maki]
τσακουμάκι,το [tsaku’maki]: α. ο αναπτήρας (με πριόβολο και ίσκα). β. ο πανέξυπνος άνθρωπος. [τουρκ. çakmak -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf