Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ

  • απήδουλος, ο [a’piðulos]

    απήδουλος, ο [a’piðulos]: μεγάλο πήδημα: ‘Έδωσε έναν απήδουλο και πέρασε απέναντι’. [α- + πηδ(άω) + -ούλος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανημπόρια, η [ani’mborʝa]

    ανημπόρια, η [ani’mborʝa]: ασθένεια, αρρώστια, αδιαθεσία, αδυναμία, εξάντληση. [ανήμπορ(ος) -ιά]. Και: https://ilialang.gr/ανημποριά-η-animborja/

  • ανερώτηγα [ane’rotiγa]

    ανερώτηγα [ane’rotiγa]: (επίρρ.) χωρίς να ρωτήσει, χωρίς άδεια. [αν(α) + ερωτ(άω) -ηγα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • άναυλα [‘anavla]

    άναυλα [‘anavla]: (επιρρ.) λέγεται για αυτόν που αναχωρεί συνήθως βίαια: ‘Έφυγε άναυλα δίχως να δώκει εξηγήσεις’. [< αρχ. άναυλ(ος) -α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ανάφαγος [a’nafaγos]

    ανάφαγος, -η, -ο [a’nafaγos]: αυτός που δεν τρώει: ‘ Το παιδί έμεινε ανάφαγο’. [ανα + έφαγ(α) –ος].

  • ανάρια [a’narʝa]

    ανάρια [a’narʝa]: (επιρρ.) αραιά. [μσν. ανάριος < αν(α)- αραι(ός) -ια με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τον. κατά τα σύνθ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • άμπουλας, ο [Ꞌambulas]

    άμπουλας, ο [Ꞌambulas]: μεγάλη πηγή νερού, η αρχή του αυλακιού με νερό. [α- + σλβ. vǫblŭ ‘πηγή’ -ας].

  • αμπλαούμπλας, ο [ablaꞋublas]

    αμπλαούμπλας, ο [ablaꞋublas]: α. ο κακοφτιαγμένος. β. αυτός που ‘σαχλαμαρίζει’, φλύαρος. [α- + λόγ. < γαλλ. bla-bla & μέσω του αγγλ. blaa-blaa].

  • αμασκάλη, η [amaꞋskali]

    αμασκάλη, η [ama’skali]: η μασχάλη. [α- + λόγ. αρχ. μασχάλη]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αμάλαγος [aꞋmalaγos]

    αμάλαγος, -η, -ο [a’malaγos]: α. άθικτος, ανέπαφος. β. καθαρός, διαυγής. γ. αγνός, απονήρευτος [ α + μαλάσσω. H λ. (για την οποία βλ. LBG) και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. χτος)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αμανάτι, το [amaꞋnati]

    αμανάτι, το [amaꞋnati]: αφήνω κάτι ως ενέχυρο, υποθήκη. [τουρκ. amanat, emanet ‘αντικείμενο για φύλαξη, παρακαταθήκη’ (από τα αραβ.) -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλωνάρης, ο [aloꞋnaris]

    αλωνάρης, ο [alo’naris]: α. ο αλωνιστής. β. ο μήνας Iούλιος. [αλών(ι) -άρης]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αλύχτημα, το [aꞋlixtima]

    αλύχτημα, το [a’lixtima]: ξεχωριστό γάβγισμα του σκυλιού, όταν έχει αντιληφθεί θήραμα. [αλυχτη- (αλυχτώ) -μα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • άλυσος, η [Ꞌalisos]

    άλυσος, η [Ꞌalisos]: η αλυσίδα που δένουν τα ζώα. [λόγ. συμφυρ. του αρχ. ἅλυσις ἡ & του λαϊκού άλυσος ο < αρχ. ἅλυσ(ις ἡ) μεγεθ. -ος].

  • αλησμονητήρα, η [alizmoniꞋtira]

    αλησμονητήρα, η [alizmoniꞋtira]: βότανο που προκαλεί τη λήθη. [α- λησμον(ιά) -ητήρα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλησμονάου [alizmoꞋnau]

    αλησμονάου [alizmo’nau]: λησμονώ. [< λησμον(ώ) -άου με ανάπτ. προτακτ. α- απο συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-li > nali > n-ali] ]. Και: https://ilialang.gr/λησμονάωη-αλησμονάωξεχνώ/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλισίβα, η [aliꞋsiva]

    αλισίβα, η [ali’siva]: νερό που έχει βράσει με στάχτη από ξυλοκάρβουνα, απαραίτητο άλλοτε στο πλύσιμο των ρούχων και των μαγειρικών σκευών· σταχτόνερο. [ιταλ. lisciva με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-li > miali > mi-ali]]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • άλικο, το [Ꞌaliko]

    άλικο, το [Ꞌaliko]: το κατακόκκινο. [τουρκ. al -ικο].

  • αλεσιά, η [aleꞋsça]

    αλεσιά, η [aleꞋsça]: ποσότητα που μπορεί να αλέσει κάθε φορά ο μύλος. [αλεσ- (αλέθω) -ιά].

  • αλέγρος [aꞋleγros]

    αλέγρος, -α, -ο [a’leγros]: χαρούμενος, πρόσχαρος: ‘Είναι πολύ αλέγρα γυναίκα’. [βεν. alegro -ς· ιταλ. allegro -ς].