Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ

  • άϊσκιος [‘aiscos]

    άϊσκιος, -η, -ο [‘aiscos]: που δεν έχει ίσκιο: ‘Είναι σε ένα μέρος άϊσκιο’. [α- ίσκιος].

  • αμμουδερός [amuðe’ros]

    αμμουδερός, -ή, -ό [amuðe’ros]: αμμώδης. [αμμούδ(α) -ερός]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αδράχνω [a’ðraxno]

    αδράχνω [a’ðraxno]: αρπάζω, πιάνω κάτι με ορμή. [μσν. δράχνω και με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-δr > naδr > n-aδr] < ελνστ. δράσσω (αρχ. δράσσομαι) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. δραξ-κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) – δείχνω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • άγγιχτος [‘aŋgixtos]

    άγγιχτος, -η, -ο [‘aŋgixtos]: (μτφ.) που δεν τον έχουν αγγίξει· ανέγγιχτος: ‘Άγγιχτο κορίτσι’ (που δεν το άγγιξε ερωτικά άντρας). [μσν. άγγιχτος < αγγιχτός < αγγικ- (αγγίζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt]].

  • αγγελικάτος [aŋgeli’katos]

    αγγελικάτος, -η, -ο [aŋgeli’katos]: αυτός που έχει αγγελική όψη. [άγγελ(ος) -ικάτος].

  • αγγελίζου [aŋge’lizu]

    αγγελίζου [aŋge’lizu]: προσφέρω στους φτωχούς ελεημοσύνη. [αγγελ(ία) -ίζου]. Και: https://ilialang.gr/αγγελίζω/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αγάνωτος [a’γanotos]

    αγάνωτος, -η, -ο [a’γanotos]: αυτός που δεν είναι γανωμένος: ‘Τενεκές αγάνωτος’. [α + μσν. γαν(ώνω) -ωτος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αβερτοσύνη, η [averto’sini]

    αβερτοσύνη, η [averto’sini]: απλοχεριά. [αβέρτ(ος) -οσύνη].

  • αψάδα, η [a’psaða]

    αψάδα, η [a’psaða]: η γρήγορη αντίδραση. [αψ(ύς) -άδα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αχνιά, η [a’xɲa]

    αχνιά, η [a’xɲa]: αδύναμη φωνή. [άχν(α) -ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αχαΐρευτος [axa’ireftos]

    αχαΐρευτος, -η, -ο [axa’ireftos]: ο ανεπρόκοπος. [α- χαΐρ(ι) -ευτος κατά τα ρ. -εύω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αστράχα, η [a’straxa]

    αστράχα, η [a’straxa]: το κενό μεταξύ τοίχου και σκεπής. [σλάβ. straha]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ασουλούπωτος [asu’lupotos]

    ασουλούπωτος, -η, -ο [asu’lupotos]: ο ατημέλητος, ο απεριποίητος, ο με αφρόντιστη και απρόσεκτη εμφάνιση. [α- σουλουπώ(νω) -τος]. Όπως και: https://ilialang.gr/ξεΐγκλωτος-ο/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αρμαθιά, η [arma’θça]

    αρμαθιά, η [armaθça]: σύνολο ομοειδών πραγμάτων, περασμένων σε νήμα. [μσν. αρμαθιά < αρμαθ(ός) -ιά < αρχ. ὁρμαθός με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αριάνι, το [a’rʝani]

    αριάνι, το [a’rʝani]: α. ξινόγαλο. β. αραιή διάλυση τσιμέντου. [τουρκ. ayran -ι με μετάθ. του ημιφ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αρβαλωτός [arvalo’tos]

    αρβαλωτός, -η, -ο [arvalo’tos]: ο θορυβώδης, ο άνθρωπος που αστειεύεται. [αρβάλ(ι) -ωτός]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Βλ. και: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αρβαλωτός&dq=

  • αρβάλα, η [a’rvala]

    αρβάλα, η [a’rvala]: θόρυβος, φασαρία, αστειότητα. [αρβαλ(ίζω) -α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • άραχνος [‘araxnos]

    άραχνος, -η, -o [‘araxnos]: που βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης δυστυχίας, συμφοράς [αραχν(ιάζω) -ος (αναδρ. σχημ.)· τρο πή [xn > xl](;)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • απορριξίμι, το [apori’ksimi]

    απορριξίμι, το [apori’ksimi]: ζώο που γεννιέται πριν την ώρα του, πρόωρο και αδύναμο. [από + ρίχνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • απλάδι, το [a’plaði]

    απλάδι, το [a’plaði]: υφαντό στρωσίδι και κλινοσκέπασμα από πρόβιο μαλλί: ‘Τώρα το χειμώνα βάνω όλα τα απλάδια μου’. [απλ(ώνω) -άδι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf