Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ

  • γανώματα, τα [γa’nomata]

    γανώματα, τα [γa’nomata]: οικιακά σκεύη μαγειρικής [γανώ(νω) -ματα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γαρδαμώνω [γarða’mono]

    γαρδαμώνω [γarða’mono]: ανακτώ δυνάμεις  [αρχ. κάρδαμος < καρδαμώνω με τροπή κ σε γ]. Και: https://ilialang.gr/γκαρδαμώνω/ Και: https://ilialang.gr/καρδαμώνω-karδamono/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γαρδέλι, το [γa’rðeli]

    γαρδέλι, το [γa’rðeli]: μικρό ωδικό πτηνό· καρδερίνα. [ιταλ. cardello (αρσ.) ή μέσω του βεν. *gardelo (πρβ. βεν. gardelin [-lín] ), πληθ. cardelli (βεν. *gardeli) που θεωρήθηκε ουδ. εν.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γαλίφης [γa’lifis]

    γαλίφης, -α, -ικο [γa’lifis] θηλ. και γαλίφισσα [γa’lifisa]: που προσπαθεί να πετύχει αυτό που θέλει με γαλιφιές, με γλυκόλογα και καλοπιάσματα. [μσν. γαλίφ(ος) μεταπλ. -ης < ιταλ. gaglioffo (ίσως παρετυμ. γλείφω) -ς· γαλίφ(ης) -ισσα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γανιάζω [γa’ɲazo]

    γανιάζω [γa’ɲazo]: α. για χάλκινα σκεύη από τα οποία έχει φύγει η επικασσιτέρωση και καλύπτονται από ένα στρώμα θειικού χαλκού. β. ύφασμα που πιάνει σκόρο [γάν(α) -ιάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γαλάρια, τα [γa’larʝa]

    γαλάρια, τα [γa’larʝa]: τα γεννημένα πρόβατα ή γίδια που έχουν γάλα. [γάλ(α) -άρια].

  • γαλάτος [γa’latos]

    γαλάτος, -η, -ο [γa’latos]: αυτός που παράγει άφθονο γάλα. [γάλ(α) -άτος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βρωμούσα, η [vro’musa]

    βρωμούσα, η [vro’musa]: ζωύφιο που μυρίζει άσχημα [βρωμ(άω) -ούσα].

  • βροδολόϊ, το [vroðo’loi]

    βροδολόϊ, το [vroðo’loi]: συνεχόμενες δυνατές βροντές. [βροντ(ή) -ολόι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βρομίστρα, η [vro’mistra]

    βρομίστρα, η [vro’mistra]: το χοντροκομμένο άχυρο της βρόμης. [βρόμ (η) + -στρα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βουρλιάζω [vu’rʎazo]

    βουρλιάζω [vu’rʎazo]: συγκεντρώνω, συναρμολογώ [βούρλ(ο) -ιάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βούτα, η [‘vuta]

    βούτα, η [‘vuta]: α. αρπαγή. β. το δοχείο των σιδεράδων που το χρησιμοποιούσαν για να βάφουν. γ. ξύλινο δοχείο για τα τσίπουρα. δ. το βούτηγμα της μπουκιάς: ‘Έκανα κάτι βούτες στο φαί’. [βουτ(ώ) -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βουρλιά, η [vu’rʎa]

    βουρλιά, η [vu’rʎa]: δέσμη αποξηραμένων σύκων [βούρλ(ο) –ια]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βουλιάου [vu’ʎau]

    βουλιάου [vu’ʎau]: βυθίζω [βουλιά(ζω) -ου]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βιτσίνα, η [vi’tsina]

    βιτσίνα, η [vi’tsina]: εμβόλιο. [μσν. βίτσ(α) -ίνα < σλαβ. vitsa]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βλάμης, ο [‘vlamis]

    βλάμης, ο [‘vlamis] θηλ. βλάμισσα [‘vlamisa]: α. αδελφοποιτός, σταυραδερφός. β. φίλος, σύντροφος. γ. παλικαράς, μάγκας, κουτσαβάκης. [αλβ. vlam -ης· βλάμ(ης) -ισσα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βλαστημοκοπάου [vlastimoko’pau]

    βλαστημοκοπάου [vlastimoko’pau]: βλασφημάω [μσν. βλασθημώ (ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] ) -οκοπάου < ελνστ. βλασφημῶ, αρχ. σημ.: ‘μιλώ με ασέβεια για ιερά πράγματα΄ ( [f > θ] ;)].

  • βιλαέτι, το [vila’eti]

    βιλαέτι, το [vila’eti]: μεγάλη διοικητική περιφέρεια, η επαρχία. [τουρκ. vilâyet -ι < αραβ. wilāja ‘επαρχία΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βερέμης, ο [ve’remis]

    βερέμης, ο [ve’remis]: ο ασθενικός. [τουρκ. Verem -ης]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βιγλάτορας, ο [vi’γlatoras]

    βιγλάτορας, ο [vi’γlatoras]: σκοπός, φρουρός μιας περιοχής. [βίγλα -τορας]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf