Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ

  • δαχτυλιάζω [ðaxti’ʎazo]

    δαχτυλιάζω [ðaxti’ʎazo]: αφήνω αποτύπωμα δαχτύλου. [δάχτυλ(ο) –ιάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δαγκουνιά, η [ðaŋgu’ɲa]

    δαγκουνιά, η [ðaŋgu’ɲa]: δαγκωματιά. [δαγκών(ω) -ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δαιμόνιος [ðe’moɲos]

    δαιμόνιος, -α, -ο [ðe’moɲos]: (μτφ.) ευφυής. [δαίμον(ας) -ιος].

  • δανεικαριά, η [ðanika’rʝa]

    δανεικαριά, η [ðanika’rʝa]: ομάδα ατόμων που εργάζεται εθελοντικά στα χωράφια όσων ανήκουν σε αυτή την ομάδα. [δανεικ(ός) -αριά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δασύς [ða’sis]

    δασύς, -ιά, -ύ [ða’sis]: πυκνός [αρχ. δάσος· λόγ. δάσ(ος) – ύς]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δασκαλίκι, το [ðaska’liki]

    δασκαλίκι, το [ðaska’liki]: η ενασχόληση με τη διδασκαλία, το επάγγελμα του δασκάλου: ‘Tο δασκαλίκι δεν του πάει’ (η προσπάθεια κπ να παραστήσει τον ειδικό σε κάποιο θέμα). [δάσκαλ(ος) -ίκι].

  • γροθάρι το [γro’θari]

    γροθάρι, το [γro’θari]: η μικρή ελιά: ‘κλάδευε τα γροθάρια’. [γρόνθ(ος) –άρι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γρέκι, το [‘γreki]

    γρέκι, το [‘γreki]: το σπίτι του τσοπάνη: ‘Μαζώχτηκε κι επήγε στο γρέκι του’. [< τουρκ. eğrek ‘αυλάκι’ -ι].

  • γουρμπούλι, το [γu’rbuli]

    γουρμπούλι, το [γu’rbuli]: στρογγυλός συμπαγής όγκος. [γρόμπ(ος) -ούλι < ιταλ. groppo ‘κόμπος’]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γουλόζος, ο [γu’lozos]

    γουλόζος, ο [γu’lozos]: ο καλοφαγάς που τρώει λαίμαργα. [ιταλ. goloso -ς < λατιν. gula ‘λαιμός’]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γούβωμα, το [‘γuvoma]

    γούβωμα, το [‘γuvoma]: η γούβα. [γουβώ(νω) -μα < αλβ. guv(ë) ‘κοίλωμα΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γληρορωσύνη, η [γʎiroro’sini]

    γληρορωσύνη, η [γʎiroro’sini]: η ταχύτητα. [γρ(λ)ή(γ)ρορ(α)οσύνη]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γλιστριά, η [γli’strça]

    γλιστριά, η [γli’strça]: η σκουληκαντέρα [μσν. γλίστρα < γλιστρ(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]. Και: https://ilialang.gr/γλιστρίδα-η/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκορτσιά, η [go’rtsça]

    γκορτσιά, η [go’rtsça]: άγρια αχλαδιά. [βουλγ. gornic(a) ( [gó-] ) -ιά με συγκ. του άτ. [i] πλάι σε [r] και αποβ. του [n] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκραβαρίτης, ο [grava’ritis]

    γκραβαρίτης, ο [grava’ritis]: α. άνθρωπος χωριάτης, αμόρφωτος και άξεστος στη συμπεριφορά. β. αυτός που έχει στραβά πόδια. γ. ο αργόστροφος [τοπων. Κράβαρ(α) -ίτης (ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-> toŋg > g] )]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκιουγούμι [ɟu’γumi]

    γκιουγούμι [ɟu’γumi]: ο ευτραφής, εύσωμος. [ίσως, τουρκ güğüm ‘κανάτα’ -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκέκας [‘gekas]

    γκέκας, ο [‘gekas]: όνομα σκύλου. [αλβ. gege -ας]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκεσέμι, το [ge’semi]

    γκεσέμι, το [ge’semi]: κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι. [τουρκ. kösem -ι με τροπή του αρχικού [k > g] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: καμήλα – γκαμήλα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκιόσος, ο [‘ɟosos]

    γκιόσος, ο [‘ɟosos]: μαύρο μουλάρι [βλάχ. Ρουμανική, ghes(ŭ) ‘μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -ος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκαρδαμώνω [garða’mono]

    γκαρδαμώνω [garða’mono]: δυναμώνω [αρχ. ουσ. κάρδαμ(ον) -ώνω]. Και: https://ilialang.gr/καρδαμώνω-karδamono/ Και: https://ilialang.gr/γαρδαμώνω-ανακτώ-δυνάμεις-καρδαμώνω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i