Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ

  • ζάλα, η [‘zala]

    ζάλα, η [‘zala]: το φορτίο από ξύλα στους ώμους: ‘Έβαλε τη ζάλα και κίνησε για το χωράφι’. [ζαλ(ώνω) –α]. Όπως και: https://ilialang.gr/ζαλιά-η/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ζαλίκι, το [za’liki]

    ζαλίκι, το [za’liki]: φορτίο στους ώμους (συνήθως, από ξύλα). [ζαλ(ώνω) -ικι]. Βλ. επίσης: https://ilialang.gr/wp-admin/post.php?post=13999&action=edit Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ζαλώνω [za’lono]

    ζαλώνω [za’lono] & ζαλώνουμαι [za’lonume]: φορτώνω κτ. στην πλάτη (ανθρώπου ή ζώου)· ζαλικώνω1. || (παθ.) φορτώνομαι, παίρνω στους ώμους μου κτ. ή κπ. [ζάλ(ο) -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ζαβάδα, η [za’vaða]

    ζαβάδα, η [za’vaða]: α. η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ζαβού, οι πράξεις ή τα λόγια του. α. ανοησία: ‘Όλο ζαβάδες κάνεις’. β. (συνήθ. πληθ.) ιδιοτροπία, παραξενιά, λόξα. [ζαβ(ός) -άδα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • έρριζα [‘eriza]

    έρριζα [‘eriza]: (επιρρ.) κοντά στη ρίζα. [ρίζα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • έργατα, τα [‘erγata]

    έργατα, τα [‘erγata]: ξύλινη κατασκευή από ραβδιά για την τοποθέτηση άχυρων. [έργ(ο) -ατα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ερμαίλα, η [e’rmela]

    ερμαίλα, η [e’rmela]: η απομόνωση. [έρμ(ος) -αίλα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • προγκίζω [pro’ɟizo]

    προγκίζω [pro’ɟizo]: α. αποδοκιμάζω, χλευάζω ομαδικά κπ. με φωνές και θόρυβο. β. φέρομαι απότομα, σκληρά σε κπ., τον αποπαίρνω. γ. (για ζώα) φωνάζω δυνατά, κάνω φασαρία και θόρυβο, για να φοβίσω ένα ζώο ή κοπάδι και να το διώξω ή να το κάνω να προχωρήσει, να το οδηγήσω κάπου. [πρόγκ(α) -ίζω]. Και: https://ilialang.gr/προγκάω/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • επαναλαβή, η [epanala’vi]

    επαναλαβή, η [epanala’vi]: η επανάληψη. [επαναλαμβ(άνω) -ή].

  • εγκώνω [e’ŋgono]

    εγκώνω [e’ŋgono]: λιγώνω: ‘Δεν μπορώ να φάω άλλο! Έγκωσα!’. [< ογκώνω· αρχ. ογκόω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δριμονίζω [ðrimo’nizo]

    δριμονίζω [ðrimo’nizo]: κοσκινίζω [δριμόνι ‘κόσκινο μεγάλο με φαρδιές τρύπες’ -ίζω].

  • δραγουμάνος, ο [ðraγu’manos]

    δραγουμάνος, ο [ðraγu’manos]: ο άρχοντας, ο αγγελιοφόρος, το αφεντικό. [<αραβ. tarğumān -ος (Kahane, GR II 18)· πβ. ιταλ. dragomanno – βεν. dragoman. Ο τ. τζουρτζ <αραβ. turjuman (Καραποτόσογλου 1983: 402)· πβ. ιταλ. turcimanno. Η λ. στο Meursius (λ. δραγόμενοι), στο LBG και σήμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δρασκελιά, η [ðraske’ʎa]

    δρασκελιά, η [ðraske’ʎa]: βήμα με μεγάλο άνοιγμα των σκελών, ανοιχτό βήμα. [δρασκελ(ώ) -ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • διβολίζω [ðivo’lizo]

    διβολίζω [ðivo’lizo]: οργώνω για δεύτερη φορά κάθετα ως προς την πρώτη φορά. [δύο + βολίζω < βολώ < βάλλω]. Και: https://ilialang.gr/διβολίζω-και-διαβολάω-οργώνω-για-δεύτ/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διαβολάω [ðiavo’lao]

    διαβολάω [ðiavo’lao]: οργώνω για δεύτερη φορά κάθετα ως προς την πρώτη φορά. [δύο + βολ(ίζω) -άω < βολώ < βάλλω]. Και: https://ilialang.gr/διβολίζω/

  • διπλάρι, το [ði’plari]

    διπλάρι, το [ði’plari]: τα δίδυμα ζώα. [διπλ(ός) -άρι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διάστρα, η [‘ðʝastra]

    διάστρα, η [‘ðʝastra]: εργαλείο με το οποίο το στημόνι τοποθετείται στο αντί του αργαλειού. [διασ- (διάζομαι δες στο διασίδι) -τρα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διακονιαραίος, ο [ðjakoɲa’reos]

    διακονιαραίος, ο [ðjakoɲa’reos]: αυτός που ζητάει από τον κόσμο μια μικρή βοήθεια, μια ελεημοσύνη για να ζήσει· ζητιάνος: [μσν. διακονιάρης < διακονι(ά) -άρης· διακονιάρ(ης) -αίος <ουσ. διακονία + κατάλ. άρης]. Και: https://ilialang.gr/διακονιάρης-ο/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δεφτέρι, το [ðe’fteri]

    δεφτέρι, το [ðe’fteri]: τετράδιο για σημείωση χρεών. [τουρκ. defter ‘τετράδιο’ -ι]. Και: https://ilialang.gr/τεφτέρι-το-tefteri/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διαβολεύω [ðjavo’levo]

    διαβολεύω [ðjavo’levo]: (μτφ.) γρουσουζεύω. [διάβολ(ος) -εύω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i