Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ
-
μπακανιάρης [baka’ɲaris]
μπακανιάρης, -α, -ικο [baka’ɲaris]: α. αυτός που τρώει πολύ: ‘Είναι μπακανιάρης ο άτιμος!’. β. άρρωστο παιδί. [αλβ. baka ‘η κοιλιά΄ -νιάρης]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μπακίρια, τα [ba’kirʝa]
μπακίρια, τα [ba’kirʝa]: σκεύη μαγειρικά από χαλκό. [τουρκ. bakιr -ι].
-
μουσαφίρης, ο [musa’firis]
μουσαφίρης, ο [musa’firis]: (πληθ. μουσαφιραίοι θηλ. μουσαφίρισσα [musa’firisa]): αυτός που φιλοξενείται στο σπίτι κάποιου άλλου· φιλοξενούμενος: ‘Από το σπίτι μας ποτέ δε λείπουν οι μουσαφιραίοι’. [τουρκ. misâfir (από τα αραβ.), διαλεκτ. musafir -ης· μουσαφίρ(ης) -ισσα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μουρνταρεύω [murda’revo]
μουρνταρεύω [murda’revo]: α. επιδιώκω ή έχω πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: ‘Τον άφησε γιατί ούλο μουρνταρεύει’. β. λερώνω ή μολύνω κτ.: ‘Mη μουρνταρεύεις το φαΐ σου βρε’. [μουρντάρ(ης) -εύω].
-
μοίρινα, τα [‘mirina]
μοίρινα, τα [‘mirina]: γραμμένα της μοίρας: ‘Τι τα θες! Όλα είναι μοίρινα γραμμένα’. [μοίρ(α) -ινα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μιντέρι, το [min’deri]
μιντέρι, το [min’deri]: είδος χαμηλού ανατολίτικου καναπέ: ‘Κάθουνταν καθισμένοι ανακούρκουδα στα μιντέρια’. [τουρκ. minder (από τα αραβ.) -ι ‘ανάκλιντρο, μιντέρι’].
-
μετερίζι, το [mete’rizi]
μετερίζι, το [mete’rizi]: μοίρα: ‘Φτιάνεις το μετερίζι σου’. [τουρκ. meteris ‘πρόχωμα, προμαχώνας’ (από τα περσ.) -ι (η αλλ. [-is > -iz] ίσως στις τουρκ. διαλέκτους των Βαλκανίων)].
-
μερεμετάω [mereme’tao]
μερεμετάω [mereme’tao]: α. επιδιορθώνω. β. (μτφ.) ικανοποιούμαι σεξουαλικά. [τουρκ. meramet -άω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μελίστρα, η [me’listra]
μελίστρα, η [me’listra]: χώρος κατάλληλος για την τοποθέτηση των κυψελών. [μελ(ι) -ίστρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μασουριάζω [masu’rʝazo]
μασουριάζω [masu’rʝazo]: μαζεύω σε μικρά καλαμάκια το υφάδι. [μασουρ(ι) –ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαριόλικος [ma’rjolikos]
μαριόλικος, -η, -ο [ma’rjolikos]: ναζιάρικος. [μαριόλ(ης) -ικος].
-
μάκαινα, η [‘makena]
μάκαινα, η [‘makena]: εργαλείο του τσαγγάρη. [ιταλ. macchina -αίνα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαγαρισμένος [maγari’zmenos]
μαγαρισμένος, -η, -ο [maγari’zmenos]: α. ο ανήθικος. β. ο άπιστος, άθεος. [μαγαρ(ίζω) -ισμένος].
-
μαγκάλι, το [maŋ’gali]
μαγκάλι, το [maŋ’gali]: μεταλλικό δοχείο σε σχήμα λεκάνης με πόδια ή με άλλο στήριγμα, μέσα στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα για θέρμανση. [τουρκ. mangal (από τα αραβ.) -ι].
-
μαγαζάτορας, ο [maγa’zatoras]
μαγαζάτορας, ο [maγa’zatoras]: καταστηματάρχης. [μαγαζ(ί) -άτορας].
-
μαγάρι, το [ma’γari]
μαγάρι, το [ma’γari]: το μίασμα, το κακό: ‘Είναι μαγάρι να τινάζεις τραπεζομάντηλο τη νύχτα’. [μαγαρ(ίζω) -ι].
-
λούφα, η [‘lufa]
λούφα, η [‘lufa]: φωλιά ζώου. [λουφ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λουτσίζω [lu’tsizo]
λουτσίζω [lu’tsizo]: μουσκεύω. [λούτσ(α) -ίζω < σλαβ. luža ‘λακκούβα με νερό΄ (τροπή [ž > ts] ;)]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λότος, ο [‘lotos]
λότος, ο [‘lotos]: η κλήρωση. [ιταλ. lotto -ς (αρσ. κατά το κλήρος)].
-
λουλουδιάζω [lulu’ðʝazo]
λουλουδιάζω [lulu’ðʝazo]: ανθώ: ‘Λουλούδιασαν οι αμυγδαλιές’. [λουλούδ(ι) + –ιάζω].