Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
μισοφόρι, το [miso’fori]
μισοφόρι, το [miso’fori]: γυναικείο ρούχο, συνήθ. όμοιο με φούστα, που το φορούν κάτω από το φόρεμα ή τη φούστα: ‘Είναι κολλημένος στο μισοφόρι της κυράς του’. [μισο- + φορ(ώ) -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μισοκαδιάρικο, το [misoka’ðʝariko]
μισοκαδιάρικο, το [misoka’ðʝariko]: ο αδύνατος και κοντός άνθρωπος.
-
μιλιούνι, το [mi’ʎuni]
μιλιούνι, το [mi’ʎuni]: χιλιάδες, εκατομμύρια. [ιταλ. million(e) -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα νότ. ιταλ.)].
-
μιζούλι, το [mi’zuli]
μιζούλι, το [mi’zuli]: το εξάνθημα, η ακμή. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μεσαριά, η [mesa’rʝa]
μεσαριά, η [mesa’rʝa]: α. χωράφι που δεν έχουν σπείρει μεταξύ άλλων σπαρμένων. β. ενδιάμεση δίοδος, δρόμος. [μέσ(ος) -αριά].
-
μεσάντρα, η [me’sandra]
μεσάντρα, η [me’sandra]: το χώρισμα των δωματίων με σανίδες. [μέσ(ος) +(μ)άντρα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μεσάλα, η [me’sala]
μεσάλα, η [me’sala]: το τραπεζομάντηλο. [λατ. mensale ‘τραπεζομάτηλο’ -α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μερτικό, το [merti’ko]
μερτικό, το [merti’ko]: το μερίδιο. [μσν. μερτικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. μεριτικός (με συγκ. του άτ. [i] ύστερα από [r] ) < μερίτ(ης < μέρ(ος) -ίτης) ‘μέτοχος΄ -ικός· μσν. μερδικόν < μερτικόν με επίδρ. του μερίδιν (< μερίδιον)]. Όπως και: https://ilialang.gr/μερδικό/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μεροφάγι, το [mero’faγi]
μεροφάγι, το [mero’faγi]: η τροφή μιας ημέρας. [μέρ(α) -ο- + φα(ΐ) -γι].
-
μεροδούλι, το [mero’ðuli]
μεροδούλι, το [mero’ðuli]: α. η εργασία μιας ημέρας. β. μεροκάματο. [μέρ(α) -ο- + δουλ(ειά) -ι].
-
μεριά, η [me’rʝa]
μεριά, η [me’rʝa]: το μέρος, ο τόπος: ‘Στη δική μου τη μεριά δεν τα κάνουμε αυτά τα πράματα’. [μσν. μερέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μέρ(ος) -έα > -ιά].
-
μερεμέτι, το [mere’meti]
μερεμέτι, το [mere’meti]: α. επιδιόρθωση μικρής βλάβης. β. (μτφ.) ξυλοδαρμός. [τουρκ meramet, meremet ‘επισκευή’]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μερέλας, ο [me’relas]
μερέλας, ο [me’relas]: ο βλάκας.
-
μελιγκώνι, το [meli’ŋgoni]
μελιγκώνι,το [meli’ŋgoni]: είδος μυρμηγκιού που εντοπίζεται στα δέντρα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαχαλάς, ο [maxa’las]
μαχαλάς, ο [maxa’las]: γειτονιά ή συνοικία: ‘Πάω στον πάνω μαχαλά’. [τουρκ. mahall(e) (από τα αραβ.) -άς].
-
μάτερο, το [‘matero]
μάτερο, το [‘matero]: το καλλιεργήσιμο χωράφι. [ίσως, ιταλ. materia].
-
ματαράτσι, το [mata’ratsi]
ματαράτσι, το [mata’ratsi]: α. μάλλινο υφαντό που το χρησιμοποιούσαν ως σκέπασμα. β. σάκος. [ιταλ. matarazzo ‘κατάλληλο στρώμα’ -ι].
-
μαστραπάς, ο [mastra’pas]
μαστραπάς, ο [mastra’pas]: μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού. [μσν. μαστραπάς < τουρκ. maşrapa -ς με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μαστάρι, το [ma’stari]
μαστάρι, το [ma’stari]: μαστός ζώου. [μσν. μαστάρι < ελνστ. μαστάριον υποκορ. του αρχ. μαστός].
-
μασούρι, το [ma’suri]
μασούρι, το [ma’suri]: ποσότητα νήματος ή κλωστής μαζεμένη έτσι ώστε να σχηματίζει κύλινδρο: ‘Τα ‘βαλε τα μασούρια και άρχισε να υφαίνει’ [μσν. μασούριον < τουρκ. masur(a) (από τα περσ.) -ιον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i