Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

  • νταβάς, ο [da’vas]

    νταβάς, ο[da’vas]: είδος μικρού στρογγυλού ταψιού με ψηλά χείλη, που συνήθ. έχει δύο χέρια για να το κρατούν. [τουρκ. tava -ς και ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] ].

  • νοματαίοι, οι [noma’tei]

    νοματαίοι, οι [noma’tei]: άνθρωποι, άτομα: ‘Στο σπίτι μαζόχτηκαν πολλοί νοματαίοι’. [μσν. ονομάτοι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ὀνόματα, τά ‘ονόματα ανθρώπων, άνθρωποι΄ νέα ονομ. οι ονομάτοι με βάση τον κοινό τύπο της γεν. των ονομάτων· νομάτ(οι) -αίοι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o,  Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • νιτερέσο, το [nite’reso]

    νιτερέσο, το [nite’reso]: συμφέρον: ‘Με συγγενή φάε και πιε και νιτερέσο χώρια’. [ιντ-: παλ. ιταλ. interesso· νιτ-: αντιμετάθ. [in > ni] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • νιόγαμπρα, τα [‘ɲoγambra]

    νιόγαμπρα, τα [‘ɲoγambra]: οι νεόνυμφοι. [νέ(ος) -ο- γαμπρ(ός) -α με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το νιος]. Όπως και: https://ilialang.gr/νιογάμπρια-τα/

  • νέμα, το [‘nema]

    νέμα, το [‘nema]: το νήμα. [νήμα]. Όπως και: https://ilialang.gr/γνέμα-το/

  • νάκα, η [‘naka]

    νάκα, η [‘naka]: πρόχειρη κούνια μωρού φτιαγμένη από ένα πανί και δυο ραβδιά. [αρχ. νάκ(η) -α].

  • μώρα, η [‘mora]

    μώρα, η [‘mora]: προσωρινή έλλειψη αντίληψης. [αρχ. μωρ(ός) -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μυριστικό, το [miristi’ko]

    μυριστικό, το [miristi’ko]: αναφέρεται σε οποιοδήποτε αρωματικό φυτό (ρίγανη, θρούμπη, μαϊντανός, μάραθος, μακεδονήσι κ.λπ.). [μυρισ- (μυρίζω) -τικό].

  • μπροστέλα, η [bro’stela]

    μπροστέλα, η [bro’stela]: η ποδιά της νοικοκυράς. [μσν. μπροστέλα < εμπροστέλα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπροστ(ά) -έλα (ιταλ. υποκορ. επίθημα) ή < σλαβ. *prestela (πρβ. βουλγ. prestilka ‘ποδιά’) παρετυμ. μπροστά· παρετυμ. μπροστινός]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπροστομούνι-το-brostomuɲi/ Και: https://ilialang.gr/μπροστομούνα-η-brostomuna/

  • μπριστούρα, η [bri’stura]

    μπριστούρα, η [bri’stura]: η κοιλιά.

  • μπρίσκαλο, το [‘briskalo]

    μπρίσκαλο, το [‘briskalo]: το άγουρο σύκο: ‘Αυτό είναι τελείως μπρίσκαλο’. Και: https://ilialang.gr/πρίσκαλο/

  • μπρισίμι, το [bri’simi]

    μπρισίμι, το [‘brisimi]: μεταξωτή κλωστή. [τουρκ. ibrişim ‘μπρισίμι’ -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μπουχός, ο [bu’xos]

    μπουχός, ο [bu’xos]: α. μεγάλη ποσότητα από: 1. σκόνη που αιωρείται· κουρνιαχτός. 2. υδρατμούς. β. φεύγω τρέχοντας: ‘Έγινε μπουχός’ [σλαβ. puh -ός κατά το κουρνιαχτός (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • μπούσουλας, ο [‘busulas]

    μπούσουλας, ο [‘busulas]: ναυτική πυξίδα. [μσν. μπούσουλας < μπούσουλα η (μεταπλ. με βάση την αιτ.) αντδ. < ιταλ. bussola ( [o > u] από προχωρ. αφομ. [u-o > u-u] ή από επίδρ. του [l] ) < υστλατ. buxida < ελνστ. πυξίδα, αιτ. της λ. πυξίς, δες και πυξίδα].

  • μπουρούκι, το [bu’ruki]

    μπουρούκι, το [bu’ruki]: χαλασμένο σιδεροκούτι: ‘Είναι μπουρούκι, τι το θες;’ (είναι χαλασμένο, τι να το κάνεις;).

  • μπουρμπούτσαλα, τα [bu’rbutsala]

    μπουρμπούτσαλα, τα [bu’rbutsala]: τα ανάξια λόγου, τα χωρίς ουσία λόγια και έργα: ‘Ούλο μπουρμπούτσαλα μας λέει ο δήμαρχος’. [ίσως βεν. barbuzzal ‘μικρή μάσκα στο μέτωπο ηθοποιού’ -α]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • μπουρμπούλι, το [bu’rbuli]

    μπουρμπούλι, το [bu’rbuli]: το νερόβραστο. [ίσως, ηχομιμ.].

  • μπουράματα, τα [bu’ramata]

    μπουράματα, τα [bu’ramata]: οι ακαθαρσίες από τα εντόσθια των σφαχτών.

  • μπουμπούσι, το [bu’mbusi]

    μπουμπούσι, το [bu’mbusi]: μεγάλο έντομο με άσχημη όψη. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μπουμπούνας, ο [mbu’mbunas]

    μπουμπούνας, ο [mbu’mbunas]: α. ο βαθύς ήχος. β. ο ανόητος, ο άμυαλος. [ίσως, μπουμπουν(ίζω) -ας (αναδρ. σχημ.)].