Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
σάγισμα, το [‘saγizma]
σάγισμα, το [‘saγizma]: μικρό χαλί κατασκευασμένο από τραγόμαλλο. [< σάγισμα < σαγίον < αρχ. σάγος ‘χοντρός μανδύας’]. Όπως και: https://ilialang.gr/σάϊσμα-το/
-
σαγάνι, το [sa’γani]
σαγάνι, το [sa’γani]: χαλκωματένιο πιάτο. [σαχ-: τουρκ. sahan (από τα αραβ.) -ι· σαγ-: ηχηροπ. του μεσοφ. [x > γ] από επίδρ. του ριν. [n] ;].
-
ρωνιά, η [ro’ɲa]
ρωνιά, η [ro’ɲa]: η μικρή γραμμή που κάνει το νερό όταν τρέχει από την σκεπή. [ίσως από το ρέω].
-
ρούντζα, η [‘rundza]
ρούντζα, η [‘rundza]: ο θυμός: ‘Έριξε ρούντζα κι έφυγε!’ Βλ. επίσης: http://www.matesi.gr/ro.html Όπως και: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
ρουμπελιά, η [rube’ʎa]
ρουμπελιά, η [rube’ʎa]: ρεύμα από νερό που σχηματίζεται μετά από έντονη βροχή .
-
ρουκέλα, η [ru’kela]
ρουκέλα, η [ru’kela]: α. κουβαρίστρα. β. είδος παιχνιδιού.
-
ροδάνι, το [ro’ðani]
ροδάνι, το [ro’ðani]: μικρός τροχός (κλωστικής μηχανής), που παίρνει κίνηση από ένα μεγαλύτερο και έτσι περιστρέφεται με μεγαλύτερη ταχύτητα και κινεί το αδράχτι πάνω στο οποίο τυλίγεται το νήμα. [ελνστ. ῥοδάνη ἡ ‘υφάδι΄ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] και αναλ. προς τα μασούρι, καλάμι].
-
ρόγα, η [‘roγa]
ρόγα, η [‘roγa]: η αμοιβή που δίνεται σε κτηνοτρόφο για τη φύλαξη και τη βοσκή ζώων, για ορισμένη περίοδο. [μσν. ρόγα ‘ελεημοσύνη, απλοχεριά’ < ρογ(εύω) ‘διανέμω’ -α (αναδρ. σχημ.) < λατ. erog(o) ‘πληρώνω’ -εύω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.].
-
ριζαύτι, το [ri’zafti]
ριζαύτι, το [ri’zafti]: η ρίζα του αυτιού. [ρίζ(α) -αυτί]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ριζά, τα [ri’za]
ριζά, τα [ri’za]: η ρίζα του βουνού. [ρίζα κατά τα χαμηλά, τα ψηλά].
-
ρημαδιακό, το [rimaðʝa’ko]
ρημαδιακό, το [rimaðʝa’ko]: το έρημο: ‘Είναι έρμο μπίτι ρημαδιακό το σπίτι’ ή ‘το ρημαδιακό μου’ (το σπιτικό μου). [ρημάδ(ι) -ιακό]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ρημάδι, το [ri’maði]
ρημάδι, το [ri’maði]: ερείπιο (και μτφ για άνθρωπο). [μσν. ρημάδι < ερημάδιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *ερημάδιον υποκορ. του ελνστ. ἐρημάς, αιτ. -άδα παράλλ. τ. θηλ. του επιθ. ἔρημος].
-
ρέχτη, η [‘rexti]
ρέχτη, η [‘rexti]: το τμήμα της στέγης που εξέχει από τον τοίχο του οικήματος. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ρεφενές, ο [refe’nes]
ρεφενές, ο [refe’nes]: συνεισφορά, το ποσό που αναλογεί στο καθένα από τα πρόσωπα μιας ομάδας (παρέας κτλ.) για τα έξοδα κοινού γεύματος, διασκέδασης κτλ. [τουρκ. (διαλεκτ.) refene -ς (< herifane, από τα περσ.)].
-
ρεμπεσκές, ο [rebe’skes]
ρεμπεσκές, ο [rebe’skes]: άνθρωπος φυγόπονος και ανεπρόκοπος· αχαΐρευτος, χαραμοφάης. [ίσως θ. της σλαβ. λ. rebyonok, rebyata· ρεμπέτ(ης)]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
ρέγουλα, η [‘reγula]
ρέγουλα, η [‘reγula]: ομαλός και κανονικός ρυθμός κατά την εκτέλεση πράξης, ενέργειας κτλ.: ‘Έπιναν το κρασί τους αργά αργά και με ρέγουλα’. [μσν. ρέγουλα < παλ. ιταλ. regula]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ραχάτι, το [ra’xati]
ραχάτι, το [ra’xati]: αργία, ανάπαυση, χουζούρι, ραστώνη: ‘Τα κάνει ούλα με το ραχάτι του’. [τουρκ. rahat (αραβ. rāhat) -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πύρα, η [‘pira]
πύρα, η [‘pira]: θερμότητα που προέρχεται από ακτινοβολία: ‘Πήρα την πύρα μου’. [μσν. πύρα < πυρ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)].
-
πρωτεργάτης, ο [prote’rγatis]
πρωτεργάτης, ο [prote’rγatis]: ο πρώτος εργάτης που αναλαμβάνει το σκάψιμο των κτημάτων. [πρώτ(ος) -εργάτης].
-
προσφάι, το [pro’sfai]
προσφάι, το [pro’sfai]: συνοδευτικό στο κυρίως φαγητό. [μσν. προσφάγι < ελνστ. προσφάγιον και αποβ. του μεσοφ. [j] (διαφ. το αρχ. προσφάγιον ‘ζώο θυσιασμένο από πριν΄)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o