Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
τζερεμές, ο [dzere’mes]
τζερεμές, ο [dzere’mes]: α. αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση, άδικη ζημιά. β. (μτφ.) άνθρωπος παλιάνθρωπος, τιποτένιος. [τουρκ. cereme ‘πρόστιμο’ (από τα αραβ.) -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τζάτζαλα, τα [‘dzadzala]
τζάτζαλα, τα [‘dzadzala]: γενικά τα εργαλεία. [μεσν. τζάντζαλον].
-
τέσα, η [‘tesa]
τέσα, η [‘tesa]: κτηνοτροφικό σκεύος για την συλλογή γάλακτος: ‘Ακούμπησε την τέσα κάτω και ξεκίνησε το άρμεγμα’.
-
τέμπλα, η [‘tembla]
τέμπλα, η [‘tembla]: α. το μακρύ ξύλο για το ρίξιμο ελαίων, καρυδιών και αμυγδάλων. β. (μτφ.) αδύνατος άνθρωπος. [<μσν. τέμπλον < λατιν. templum].
-
τελάλης, ο [te’lalis]
τελάλης, ο [te’lalis]: ο κήρυκας. [τελ-: μσν. *τελάλης (πρβ. μσν. τελάλισσα) < τουρκ. tellâl (από τα αραβ.) -ης· ντελ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-te > tonde > ton-de] ].
-
τεκνοφέσι, το [tekno’fesi]
τεκνοφέσι, το [tekno’fesi]: το άσθμα των αλόγων και των μουλαριών. [< τέκν(ο) –ο- +[τουρκ. Fes] –ι]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
τεζάχι, το [te’zaçi]
τεζάχι, το [te’zaçi]: α. χοντρό κούτσουρο για να κόβουμε το κρέας. β. (μτφ.) ξύλο: ‘Θα σου ρίξω ένα τεζάχι!’ [τουρκ. tezgâh -ι < περσική]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τατάς, ο [ta’tas]
τατάς, ο [ta’tas]: ο πατέρας: ‘Αυτός είν’ ο τατάς του’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τάσι, το [‘tasi]
τάσι, το [‘tasi]: το κύπελλο με πλατύ στόμιο που χρησιμοποιούσαν για ποτήρι: ‘Ήπιε απ’το ασημένιο τάσι’. [τουρκ. tas -ι].
-
ταμτέλα, η [tam’tela]
ταμτέλα, η [tam’tela]: δαντέλα.
-
ταλίμι, το [ta’limi]
ταλίμι, το [ta’limi]: η επιδεξιότητα. [τσαλίμι με αποβολή του –σ– < τουρκ. çalιm -ι].
-
ταγάρι, το [ta’γari]
ταγάρι, το [ta’γari]: σακούλι μάλλινο. [μσν. ταγάριον υποκορ. του ελνστ. ταγ(ή) -άριον > -άρι]. Και: https://ilialang.gr/τράστο-το/
-
σφαλάγγι, το [sfa’laɟi]
σφαλλάγγι, το [sfa’laɟi]: η αράχνη. [μσν. σφαλάγγι < αρχ. φαλάγγιον (ανάπτ. προτακτ. [s] ;)]. Και: https://ilialang.gr/σφάλαγγας-γγι/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σφαλαγγάκι, το [sfala’ŋgaki]
σφαλαγγάκι, το [sfala’ŋgaki]: α. η μικρή αράχνη. β. (μτφ.) το ζωηρό μωράκι. [μσν. σφαλάγγ(ι ) -ακι < αρχ. φαλάγγιον (ανάπτ. προτακτ. [s] 😉 -άκι].
-
συχαρίκι, το [sixa’riki]
συχαρίκι, το [sixa’riki]: το φιλοδώρημα σε αναγγελία καλής είδησης. [μσν. συγχαρίκια με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ‘συγχαρητήρια δώρα΄ < συγχαρ- (συγχαίρω) -ίκια, πληθ. του -ίκιον > -ίκι].
-
σύρτης, ο [‘sirtis]
σύρτης, ο [‘sirtis]: α. εξάρτημα της κλειδωνιάς. β. (μτφ.) αυτός που μεταφέρει κλεμμένα ζώα από τόπο σε τόπο. [ελνστ. σύρτης ‘σκοινί για τράβηγμα’]. Και: https://ilialang.gr/μάνταλο-το-mandalo/
-
συγενικό, το [siγe’niko]
συγενικό, το [siγe’niko]: α. η κρίση, το νευρικό ξέσπασμα. β. το πολύ κρύο. γ. επιληψία [1: αρχ. συγγενικός· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. apparenté]. Και: https://ilialang.gr/συγγενικό/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
στρόκλα, η [‘strokla]
στρόκλα, η [‘strokla]: η στροφή του μονοπατιού.
-
στούμπος, ο [‘stumbos]
στούμπος, ο [‘stumbos]: α. ξύλινος συνήθ. κόπανος: ‘θα στουμπίσω το αραποσίτι’. β. (μτφ., ειρ.) για άνθρωπο πολύ κοντό και χοντρό: ‘Είναι σαν στούμπος’. γ. ο κακός μαθητής: ‘Είναι τελείως στούμπος πάντως’. [σλαβ. stonpa(;)].
-
στερνή, η [ste’rni]
στερνή, η [ste’rni]: τα τελευταία χρόνια κάποιου. [μσν. υστερνός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < υστερινός (συγκ. του άτ. [i] ) < αρχ. ὕστερ(ος) -ινός]. Και: https://ilialang.gr/στερνό/