Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

  • τσαμπάσης, ο [tsa’mbasis]

    τσαμπάσης, ο [tsa’mbasis]: ο έμπορος ζώων κυρίως αλόγων. [τουρκ. cambaz -ης με αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.].

  • τσαλιμάκι, το [tsali’maki]

    τσαλιμάκι, το [tsali’maki]: α. η φιγούρα. β. η πονηριά. [τουρκ. çalim -ακι]. Και: https://ilialang.gr/κορδελλάκια-τα-κορδέλα-η-korδela-1-μακρόστ/

  • τσακουμάκι, το [tsaku’maki]

    τσακουμάκι,το [tsaku’maki]: α. ο αναπτήρας (με πριόβολο και ίσκα). β. ο πανέξυπνος άνθρωπος. [τουρκ. çakmak -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • τσακούλα, η [tʃa’kula]

    τσακούλα, η [tʃa’kula]: η σακούλα, το σακούλι. [σάκ(ος) με τροπή του -σ- σε -τσ- + -ούλα].

  • τσακατούρα, η [tsaka’tura]

    τσακατούρα, η [tsaka’tura]: η αχυροκαλύβα.

  • τσάγκρα, η [‘tsaŋgra]

    τσάγκρα, η [‘tsaŋgra]: μονόκαννο κυνηγητικό όπλο. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • τσαγκάδα, η [tsa’ŋgaða]

    τσαγκάδα, η [tsa’ŋgaða]: η προβατίνα που δεν έχει γάλα. Βλ. επίσης: https://sarantakos.wordpress.com/2014/02/07/izabo/  

  • τρουπίτης, ο [tru’pitis]

    τρουπίτης, ο [tru’pitis]: (μτφ.) αυτός που αγοράζει βερεσέ ή δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του. [τρύπ(α) -ίτης].

  • τριφτιάδες, οι [tri’ftçaðes]

    τριφτιάδες, οι [tri’ftçaðes]: τριμμένο ζυμαρικό που το ετοιμάζουμε λίγο πριν το καταναλώσουμε και συνοδεύεται με κρασί. [τρίβω < τρίφτ(ης) -ιάδες].

  • τριότα, η [tri’ota]

    τριότα, η [tri’ota]: είδος παιχνιδιού. [< αρχ. ελλ. τρεῖς, τρία].

  • τριδώνα, η [tri’ðona]

    τριδώνα, η [tri’ðona]: η αιμορροΐδα.

  • τράφος, ο [‘trafos]

    τράφος, ο [‘trafos]: γούβα, χαντάκι. [λόγ. < αρχ. τάφρος ἡ· μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος (πρβ. μσν. ο τράφος < η τάφρος με μετάθ. του [r] )]. Και: https://ilialang.gr/ντράφος-ο/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • τράστο, το [‘trasto]

    τράστο, το [‘trasto]: ταγάρι αργαλειού. [μσν. τάγιστρον < ταγισ- (ταγίζω δες στο ταΐζω) -τρον > *τάιστρο με αποβ. του μεσοφ. [j] > *τάστρο με αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ. > τράστο με μετάθ. του [r] ]. Και: https://ilialang.gr/ταγάρι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τραμπουζάνα, η [trambu’zana]

    τραμπουζάνα, η [trambu’zana]: μεγάλη μπουκάλα που την έχουν πλέξει με ψάθα. [ιταλ. damigiana < γαλλ. dame-jeanne (περιπαιχτικό) ‘κυρία Ιωάννα΄· λόγ επίδρ. με βάση το γαλλ. τύπο]. Και: https://ilialang.gr/νταμουνζάνα-η-damunzana/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τράμπα, η [‘tramba]

    τράμπα, η [‘tramba]: η εμπορική συναλλαγή με ανταλλαγή προϊόντων. [τουρκ. trampa < ιταλ. (διαλεκτ.) trampa ‘εξαπάτηση΄].

  • τραγόπαπας, ο [tra’γopapas]

    τραγόπαπας, ο [tra’γopapas]: (μτφ.) ο ασουλούπωτος, ακούρευτος ή παχύς ιερέας. [τράγ(ος) -ο- + παπ(άς) -ας].

  • τούρλα, η [‘turla]

    τούρλα, η [‘turla]: α. (μτφ.) στη Φράση: ‘είμαι τούρλα’ (στο μεθύσι), για άνθρωπο πολύ μεθυσμένο. β. κορυφή. γ. τεντωμένο, φουσκωμένο, επίδειξη οπισθίων. [μσν. τούρλα < ελνστ. τρούλλα ‘κουτάλα, μικρό σφαιρικό αγγείο’ με μετάθ. του [r] < λατ. trulla].

  • τούρκα, η [‘turka]

    τούρκα, η [‘turka]: α. η Τουρκάλα. β. (μτφ.) η σκληρή γυναίκα. [τούρκ(ος) -α].

  • τούμπι, το [‘tumbi]

    τούμπι, το [‘tumbi]: εξόγκωμα εδάφους, όγκος. [< τούμπα η ‘λόφος που δημιουργήθηκε από συσσώρευση χωμάτων ή άλλων υλικών’. < μσν. τούμπα αντδ. < υστλατ. tumba `τάφος΄ < αρχ. *τύμβα, τύμβος (προφ. [mb] )]. Και: https://ilialang.gr/τσούμπι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • τουλούπα, η [tu’lupa]

    τουλούπα, η [tu’lupa]: τούφα από μαλλί ή από βαμβάκι έτοιμο για γνέσιμο: ‘Έβαλε την τουλούπα στη ρόκα της και άρχισε να γνέθει’. [αρχ. τολύπ(η) μεταπλ. -α ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o