Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
τσιπουλίδα, η [tsipu’liða]
τσιπουλίδα, η [tsipu’liða]: τηγανίτα.
-
τσινιά, η [tsi’ɲa]
τσινιά, η [tsi’ɲa]: κλωτσιά αλόγου. [τσιν(ώ) -ιά].
-
τσιμπλής, ο [tsi’blis]
τσιμπλής, ο [tsi’blis]: φανάρι με πετρέλαιο, χωρίς γυαλί. [τσίμπλ(α) -ής].
-
τσιλιμπίθρα, η [tsili’mbiθra]
τσιλιμπίθρα, η [tsili’mbiθra]: το εύχαρο και πανέξυπνο κοριτσάκι: ‘Είναι μια τσιλιμπίθρα αυτή!’.
-
τσιλιμίγκρας, ο [tsili’mingras]
τσιλιμίγκρας, ο [tsili’mingras]: ο μικρόσωμος. ‘Κοίτα τον! Σαν τσιλιμίγκρας είναι!’
-
τσίλης, ο [‘tsilis]
τσίλης, ο [‘tsilis]: το ολόλευκο άλογο.
-
τσίγδαλα, τα [‘tsiγðala]
τσίγδαλα, τα [‘tsiγðala]: τα άγουρα αμύγδαλα: ‘Είναι τελείως τσίγδανα’ (είναι αγίνωτα).
-
τσιατούρα, η [tsça’tura]
τσιατούρα, η [tsça’tura]: η σκηνή, το αντίσκηνο, πρόχειρη κατασκευή για διανυκτέρευση.
-
τσερλοκοπιό, το [tserloko’pço]
τσερλοκοπιό, το [tserloko’pço]: η συνεχόμενη διάρροια. [τσιρλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.) < *τσιλώ (ανάπτ. [r] 😉 < ελνστ. τιλῶ ‘έχω διάρροια΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]. Και: https://ilialang.gr/τσέρλα-η/
-
τσέρλα, η [‘tserla]
τσέρλα, η [‘tserla]: διάρροια. [τσιρλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.) < *τσιλώ (ανάπτ. [r] 😉 < ελνστ. τιλῶ `έχω διάρροια΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]. Και: https://ilialang.gr/τσερλοκοπιό-το/
-
τσερέπα, η [tse’repa]
τσερέπα, η [tse’repa]: η γάστρα. [ίσως, σλαβ. cerio].
-
τσέγκουρο, το [‘tseŋguro]
τσέγκουρο, το [‘tseŋguro]: το κοτσάνι του σταφυλιού: ‘Είναι όλο τσέγκουρο’ (όταν το σταφύλι και δεν έχει καρπό).
-
τσάτσα, η [‘tsatsa]
τσάτσα, η [‘tsatsa]: η θεία.
-
τσατουμάς, ο [tsatu’mas]
τσατουμάς, ο [tsatu’mas]: λεπτό χώρισμα σπιτιού από πήχεις, ή καλάμια κολλημένα με χώμα. [τουρκ. çatma ανάπτυξη /u/].
-
τσατάλα, η [tsa’tala]
τσατάλα, η [tsa’tala]: κομμάτι ξύλου με διακλάδωση που το χρησιμοποιούσαν για άγκιστρο. [τουρκ. çatal -α].
-
τσάρκος, ο [‘tsarkos]
τσάρκος, ο [‘tsarkos]: χώρος εντός του στάβλου για τα αρνιά. [ίσως, τουρκ. çarka ‘περιπολία ελαφρού πεζικού μπροστά από το κύριο στράτευμα’].
-
τσαπί, το [tʃa’pi]
τσαπί, το [tʃa’pi]: είδος τσάπας με μακρόστενο κοπτικό εξάρτημα: ‘Έβαλε το τσαπί στον ώμο και ξεκίνησε για το χωράφι’. [μσν. τσαπίον υποκορ. του τσάπ(α) -ίον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσαπέλα, η [tsa’pela]
τσαπέλα, η [tsa’pela]: το παραγινωμένο σύκο προς αποξήρανση. [ιταλ. ciambella ή βεν. zambela ‘γλυκό σε φόρμα δαχτυλιδιού΄ και συνεκδ. κάθε παρόμοιο σχήμα (αποηχηροπ. του μεσοφ. [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.)].
-
τσαντίλα, η [tsa’dila]
τσαντίλα, η [tsa’dila]: α. αραχνοΰφαντο πανί για το σούρωμα του τυριού. β. (μτφ.) ρούχο άκομψο και κακόγουστο. [σλαβ. čedil(o) -α κατά το σακούλα].
-
τσαμπίδα, η [tsa’mbiða]
τσαμπίδα, η [tsa’mbiða]: μέρος του σταφυλιού. [μσν. τσαμπί < βεν. zambin ‘μικρή γάμπα’ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] -ίδα]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html