Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
φουντέρα, η [fu’ndera]
φουντέρα, η [fu’ndera]: η καούρα. [φουντ(ώνω) + (έ)ντερ(ο) -α]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
φορτωτήρα, η [forto’tira]
φορτωτήρα, η [forto’tira]: μακρύ ξύλο σαν λοστάρι που υποβοηθά το πλευρό του σαμαριού κατά την φόρτωση. [φωρτ(ώνω) -τήρα, φορτωτήρας < μτφρδ. γαλλ. chargeuse].
-
φόλα, η [‘fola]
φόλα, η [‘fola]: α. το μπάλωμα. β. δηλητήριο. [ίσως μσν. φόλα, φόλλις ‘τροφή, μικρό νόμισμα’ < λατ. follis ‘μικρό δερμάτινο σακί’].
-
φλιόρα, η [‘fʎora]
φλιόρα, η [‘fʎora]: η κατάλευκη γίδα.
-
φλέντζα, η [‘flendza]
φλέντζα, η [‘flendza]: το ξυλαράκι που περισσεύει από το πελέκημα ξύλου.
-
φκιασίδι, το [fca’siði]
φκιασίδι, το [fca’siði]: η περιποίηση του σώματος. [< φτιασίδι με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ftasí- > fasí-] και ανομ. τρόπου άρθρ. [f > fk] ].
-
φελί, το [fe’li]
φελί, το [fe’li]: μεγάλο κομμάτι από τεμαχισμένο είδος, (φελί πίττας). [μσν. *οφελλίον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.) < μσν. οφέλλ(ιον) -ίον < υποκορ. του λατ. of(f)ella· τροπή [e > i] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φαρί, το [fa’ri]
φαρί, το [fa’ri]: το βαρβάτο άλογο. [μσν. φαρίν (από τα αραβ.)].
-
τυφλοπάνι, το [tiflo’pani]
τυφλοπάνι, το [tiflo’pani]: α. παιδικό παιχνίδι. β. πανί που κλείνουν τα μάτια του επιβήτορα ζώου. [τυφλ(ός) -ο- πανί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσουτσούνα, η [tsu’tsuna]
τσουτσούνα, η [tsu’tsuna]: το ανδρικό γεννητικό όργανο. [ίσως < τσουνί με επανάλ. της α’ συλλαβής και τσουτσούν(ι) -α].
-
τσουρούλι, το [tsu’ruli]
τσουρούλι, το [tsu’ruli]: κομμάτι από ψωμί: ‘Αμ κόψε ένα τσουρούλι ψωμί!’.
-
τσούπρα, η [‘tʃupra]
τσούπρα, η [‘tʃupra]: α. κόρη: ‘Έχει ένα παιδί και δύο τσούπρες’. β. κορίτσι, κοπέλα. [αλβ. tšuprë, tšupa]. Και: https://ilialang.gr/τσούπα-η-tʃupa/ Και: https://ilialang.gr/τσουπί-το/
-
τσουπί, το [tʃu’pi]
τσουπί, το [tʃu’pi]: το κορίτσι. [αλβ. tšuprë, tšupa -ί]. Και: https://ilialang.gr/τσούπρα-η/ Και: https://ilialang.gr/τσούπα-η-tʃupa/
-
τσούμπι, το [‘tʃumbi]
τσούμπι, το [‘tʃumbi]: α. το ύψωμα, το τούμπι. β. το κούτσουρο. γ. φυτό από το οποίο κλάδευαν τελείως όλα του τα φύλλα. Και: https://ilialang.gr/τούμπι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσουβαλαρία, η [tsuvala’ria]
τσουβαλαρία, η [tsuvala’ria]: στρίμωγμα, ό ένας επάνω στον άλλον. [τσουβαλ(ιάζω) -αρία < τουρκ. çuval (από τα περσ.) -ι].
-
τσορομπίλι, το [tsoro’mbili]
τσορομπίλι, το [tsoro’mbili]: μικρό παιδάκι ή ζώο. [ίσως, τουρκ. küçük].
-
τσόνα, η [‘tsona]
τσόνα, η [‘tsona]: η γαϊδούρα.
-
τσόλι, το [‘tʃoli]
τσόλι, το [‘tʃoli]: α. φτηνό ή παλιό στρωσίδι: ‘Έριξε κάτω ένα τσόλι και ξάπλωσε’. || (επέκτ.) παλιό ρούχο ή οποιοδήποτε κουρέλι (συνήθως, στον πληθυντικό). β. (μτφ.) άνθρωπος ηθικά και κοινωνικά τιποτένιος: ‘Είναι τσόλι, παλιάνθρωπος μπίτι’. [τουρκ. çul -ι].
-
τσίτα, η [‘tsita]
τσίτα, η [‘tsita]: α. το ελατήριο, ο συναγερμός. β. (χωρίς πληθ.): Το ξύλο για το μουνούχισμα και το τέντωμα των ζώων [ίσως τσιτ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιροπούλι, το [tsiro’puli]
τσιροπούλι, το [tsiro’puli]: α. το πουλί που δεν έχει αναπτύξει φτερά. β. ο αδύνατος άνθρωπος. γ. το παιδί. [μσν. τσίρος ίσως < ελνστ. κιρρίς < τσίρ(ος) -ο πουλί].