Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
αρμολόι, το [armo’loi]
αρμολόι, το [armo’loi]: γέμισμα των αρμών του τοίχου. [αρχ. ουσ. αρμ(ός) -όλοι]. Και: https://ilialang.gr/αρμολόισμα/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρμολόισμα, το [armo’loizma]
αρμολόισμα, το [armo’loizma]: η συναρμογή (σύνδεση, συνένωση κ.ά.) δύο αντικειμένων κατά ένα τμήμα της επιφάνειάς τους. [αρχ. αρμ(ός) -ολόισμα]. Όπως και: https://ilialang.gr/αρμολόι-το/
-
αρκουδόβατο, το [arku’ðovato]
αρκουδόβατο, το [arku’ðovato]: το άγριο αναρριχώμενο βάτο που φυτρώνει συνήθως σε κυπαρίσσια. [αρκούδ(α) -ο- βάτο]. (Κανελλακόπουλος).
-
αρκουμάνι, το [arku’mani]
αρκουμάνι, το [arku’mani]: (μτφ.) ο εύσωμος, το θηρίο. [αρκού(δα) -μάνι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρμακάς, ο [arma’kas]
αρμακάς, ο [arma’kas]: στοίβα, σωρός. [έρμαξ με αδομοίωση και αλλαγή γένους < αρχ. έρμα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αργητό, το [arγi’to]
αργητό, το [arγi’to]: καθυστέρηση: ‘Το αργητό του είναι συνηθισμένο’. [αργ(ώ) -ητό]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αποφούρα, η [apo’fura]
αποφούρα, η [apo’fura]: η μυρωδιά. (Κανελλακόπουλος).
-
αράδα, η [a’raða]
αράδα, η [a’raða]: σειρά: ‘Μάθε μια αράδα γράμματα’ [μσν. αράδα < βεν. arada ‘περιεχόμενο αλωνιού, αλετριά΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αποσκαφτή, η [aposka’fti]
αποσκαφτή, η [aposka’fti]: το μέρος που τελειώνει το βαθύ σκάψιμο σε ένα χωράφι. [από + σκάβω]. (Κανελλακόπουλος).
-
αποξιάρης, ο [apo’ksçaris]
αποξιάρης, ο [apo’ksçaris]: απότομος. [ίσως, αρχ. ἀποξέω ‘αφαιρώ με ξύσιμο΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απογιούρα, η [apo’ʝura]
απογιούρα, η [apo’ʝura]: σκοτείνιασμα τοπικό που προκλήθηκε από βαριά συννεφιά (Κανελλακόπουλος).
-
αποκλαμούδια, τα [apokla’muðia]
αποκλαμούδια, τα [apokla’muðia]: τα κλαδιά ενός δέντρου που φυτρώνουν χαμηλά στον κορμό του: ‘Έκοψε τα αποκλαμούδια για να βάλει φωτιά’. [< από + κλα(μου)διά] (Κανελλακόπουλος).
-
απλοχεριά, η [aploçe’rʝa]
απλοχεριά, η [aploçe’rʝa]: όσο χωράει μια παλάμη. [απλ(ώνω) -ο- + χέρ(ι) + -ια]. Και: https://ilialang.gr/πλοχεριά/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απλώστρα, η [a’plostra]
απλώστρα, η [a’plostra]: το εξάρτημα του αργαλειού που κρατάει το αντί [απλωσ- (απλώνω) -τρα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αποβροχάρι, το [apovro’xari]
αποβροχάρι, το [apovro’xari]: μετά τη βροχή. [από + βροχ(ή) -άρι]. (Κανελλακόπουλος).
-
απογειάδα, η [apo’ʝaða]
απογειάδα, η [apo’ʝaða]: ο αέρας που φυσά από την ξηρά. [αρχ. απόγει(ος) -άδα]. (Κανελλακόπουλος).
-
απανιγώμι, το [apani’γomi]
απανιγώμι, το [apani’γomi]: κτ πάνω από το φορτίο. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απηδοφράχτα, η [apiðo’fraxta]
απηδοφράχτα, η [apiðo’fraxta]: γυναίκα που πηδάει πάνω από φράχτες για να πάει κάπου με πονηρό σκοπό. [α- +πηδ(ώ) –ο- + φράχτ(ης) -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απαλλαξίδια, τα [apala’ksiðʝa]
απαλλαξίδια, τα [apala’ksiðʝa]: μια αλλαξιά ρούχα. (Κανελλακόπουλος). [απαλλάσσω από τον αορ. απαλλάξα -ίδια]. Και: https://ilialang.gr/αλλαξιά-η/
-
αντί, το [a’ndi]
αντί, το [a’ndi]: κυλινδρικό εξάρτημα του αργαλειού πάνω στο οποίο τυλίγεται το νήμα. [αρχ. ἀντίον με αποφυγή της χασμ. και αποβ. του τελικού -ν].