Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
βάβω, η [‘vavo]
βάβω, η [‘vavo]: η γιαγιά. [μσν. *βάβα, βαβά < σλαβ. baba· μσν. *βάβω (πρβ. μσν. μπάμπω) < σλαβ. babo, κλητ. της λ. baba]. Όπως και: https://ilialang.gr/βάβα-η/
-
βαγένι, το [va’γeni]
βαγένι, το [va’γeni]: μεγάλο ξύλινο βαρέλι για αποθήκευση κρασιού [μσν. βαγένι(ν) < σλαβ. vagan -ι με επίδρ. του μσν. λαγένα < λατ. lagena (δες στο λαγήνα)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βάγια, η [‘vaʝa]
βάγια, η [‘vaʝa]: δάφνη. [ελνστ. βάϊον, υποκορ. της λ. βάϊς ‘φύλλο φοινικιάς΄ (κοπτικής προέλ.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.].
-
βαδάκα, η [va’ðaka]
βαδάκα, η [va’ðaka]: ξύλινο κατασκεύασμα πάνω στο οποίο ένας πλανόδιος έμπορος τοποθετεί το εμπόρευμά του (πχ. υφάσματα). Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βαδάκας, ο [va’ðakas]
βαδάκας, ο [va’ðakas]: πλανόδιος μικρέμπορος. [βαδάκ(α) -ας]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αφώτιγο, το [a’fotiγo]
αφώτιγο, το [a’fotiγo]: πολύ πρωί πριν χαράξει: ‘Μη πιάσεις και σηκωθείς τ’αφώτιγο!’. [αφώτιστος με τροπή στ σε γ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αφάλι, το [a’fali]
αφάλι, το [a’fali]: χωράφι με καλό και καρποφόρο χώμα [μσν. αφάλιν < ελνστ. ὀμφάλιον, υποκορ. του αρχ. ὀμφαλός]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αφόρεγο, το [a’foreγo]
αφόρεγο, το [a’foreγo]: για ρούχο που δεν το έχουν φορέσει καθόλου, που δεν το έχουν χρησιμοποιήσει, που δεν είναι φορεμένο· καινούριος: ‘Μην το πετάς, είναι αφόρεγο’. [μσν. αφόρετος με τροπή τ σε γ < ελνστ. ἀφόρητος με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. το μεταπλ. του συνοπτ. θ. αρχ. φορησ- > ελνστ. φορεσ-)]. Και: https://ilialang.gr/αφόρειο-το-aforʝo/ […]
-
ασπροπουλιά, η [aspropu’ʎa]
ασπροπουλιά, η [aspropu’ʎa]: το χωράφι που έχει άσπρο χρώμα. [άσπρ(ος) -ο- πουλιά (;)].
-
ασφάκα, η [a’sfaka]
ασφάκα, η [a’sfaka]: πολυετής θάμνος. [ελνστ. ὁ σφάκ(ος) μεταπλ. σε θηλ. -α και ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-sf > miasf > mi-asf] ]. (Κανελλακόπουλος).
-
ατσάραντος, ο [a’tsarandos]
ατσάραντος, ο [a’tsarandos]: όμορφο αγριοπούλι που μοιάζει με καναρίνι και το οποίο κελαηδάει επίσης όμορφα στις ψηλές κορφές των κυπαρισσιών. (Κανελλακόπουλος).
-
αυγουστελίδι, το [avγuste’liði]
αυγουστελίδι, το [avγuste’liði]: το κοτόπουλο που βγήκε τον Αύγουστο. [αύγουστ(ος) -ελίδι]. (Κανελλακόπουλος].
-
ασκέρι, το [a’skeri]
ασκέρι, το [a’skeri]: ομάδα ανθρώπων, οικογένεια: ‘Ήρθε μ’όλο του τ΄ασκέρι’. [τουρκ. asker -ι].
-
ασπρόπαγος, ο [a’spropaγos]
ασπρόπαγος, ο [a’spropaγos]: το λεπτό στρώμα πάγου που πιάνουν τα χόρτα τα παγωμένα πρωινά. [άσπρ(ος) -ο- πάγος]. (Κανελλακόπουλος).
-
ασίκης, ο [a’sicis]
ασίκης ο [a’sicis], θηλ. ασίκισσα [a’sicisa]: λεβέντης, παλικάρι, παλικαράς. [τουρκ. aşιk ‘ερωτευμένος, λαϊκός τραγουδιστής΄ (από τα αραβ.) -ης· ασίκ(ης) -ισσα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρμούτσος, ο [a’rmutsos]
αρμούτσος, ο [a’rmutsos]: τραχανάς με άλμη.
-
αρνάδα, η [a’rnaða]
αρνάδα, η [a’rnaða]: χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή [αρν(ί) -άδα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρνόκουρα, τα [a’rnokura]
αρνόκουρα, τα [a’rnokura]: μαλλιά από την κουρά των αρνιών [αρν(ί) -ο- κουρά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρούρι, το [a’ruri]
αρούρι, το [a’ruri]: παραφθορά της λέξης αρουραίος, δηλώνοντας τον τύπο που προκαλεί αναστάτωση, προβλήματα και δεν συμβιβάζεται με το κατεστημένο μιας παρέας, της κοινωνίας κλπ. Ωστόσο αυτός ο τύπος μπορεί να διαθέτει χαρακτηριστικά, όπως ευστροφία, εξυπνάδα. [αρουρ(αίος) -ι].
-
αρμάρι, το [a’rmari]
αρμάρι, το [a’rmari]: συρτάρι ή ράφι. [μσν. ερμάριον < αρμάριον με τροπή [a > e] ίσως από επίδρ. του [r]· μσν. αρμάρι(ν) < αρμάριον < λατ. armar(ium) -ιον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i