Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
βεργολάζα, η [verγo’laza]
βεργολάζα, η [verγo’laza]: μεγάλο φίδι. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βδελιάρικο, το [vðe’ʎariko]
βδελιάρικο, το [vðe’ʎariko]: άρρωστο πρόβατο του οποίου τρέχει συνέχεια η μύτη. (Κανελλακόπουλος).
-
βεδέμα η [ve’ðema]
βεδέμα, η [ve’ðema]: ακμή της εργασίας. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βεδούρα, η [ve’ðura]
βεδούρα, η [ve’ðura]: ξύλινο δοχείο που χρησιμοποιούν οι βοσκοί. [<ουσ. βεδούριον (10. αι., LBG) <σλαβ. vĕdro]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βατοκόπι, το [vato’kopi]
βατοκόπι, το [vato’koi]: κλαδευτήρι με μεγάλο ξύλο. [βατ(ός) -ο- + κό(βω) -πτης]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βατοκόφτης, ο [vato’koftis]
βατοκόφτης, ο [vato’koftis]: κλαδευτήρι για τα βάτα. [βάτ(ος) -ο- κόφτης].
-
βατσέλι, το [va’tseli]
βατσέλι, το [va’tseli]: μονάδα μέτρησης των σιτηρών. [<παλαιότ. ιταλ. vascèllo -ι (βλ. DEI, στη λ.2). Η λ. στο Meursius (βατζέλη) και σήμ. ιδιωμ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βαρέλα, η [va’rela]
βαρέλα, η [va’rela]: ξύλινο μικρό βαρέλι για νερό [μσν. βαρέλι < ιταλ. (διαλεκτ.) varrili, varrile ( [i > e] ίσως εξαιτίας των υγρών [r, l] )· βαρέλ(ι) μεγεθ. -α].
-
βασιλόσυκα, τα [vasi’losika]
βασιλόσυκα, τα [vasi’losika]: ποικιλία εύγευστου σύκου [μσν. βασιλο- θ. της λ. βασιλ(εύς), βασιλ(έας) -ο- ως α’ συνθ.: μσν. βασιλο-πούλα & λόγ. < θ. της λ. βασιλ(εύς) -ο-: βασιλο-μήτωρ (δες λ.)] –ο- σύκα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βασταγό, το [vasta’γo]
βασταγό, το [vasta’γo]: μεγάλο ζώο, κυρίως, γαϊδούρι. (Κανελλακόπουλος). Και: https://ilialang.gr/βασταγούρι-το-vastaγuri/ Και: https://ilialang.gr/βασταγούρα-το/
-
βασταγούρα, η [vasta’γura]
βασταγούρα, η [vasta’γura]: γαϊδούρι αρσενικό [ίσως, βαστ(άω) + γ(αιδ)ούρι]. (Κανελλακόπουλος). Και: https://ilialang.gr/βασταγούρι-το-vastaγuri/ Και: https://ilialang.gr/βασταγό/
-
βάρδουλο, το [‘varðulo]
βάρδουλο, το [‘varðulo]: δερμάτινη λουρίδα γύρω από το πέλμα του υποδήματος, πάνω στην οποία προσαρμόζεται (με ράψιμο ή με κάρφωμα) η σόλα. [βεν. *vardolo (σύγκρ. ιταλ. guardolo) με τροπή [o > u] από επίδρ. του [l]]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βακρέσια, η [va’kresça]
βακρέσια, η [va’kresça]: προβατίνα με μπαλώματα στο μέτωπό της. (Κανελλακόπουλος).
-
βαλμάς, ο [va’lmas]
βαλμάς, ο [va’lmas]: αυτός που επιστρέφει τα άλογα στο αλώνι [βαλμάς ‘αυτός που ασχολείται με τα άλογα’ (12.(;) αι., LBG, ΙΛ) ως ουσ. Η λ. στο Meursius]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βαντάκα, η [va’ndaca]
βαντάκα, η [va’ndaca]: η βαλίτσα [ίσως, vado]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βαρβατσέλα, η [varva’tsela]
βαρβατσέλα, η [varva’tsela]: βαρβατίλα. [λατ. barbatus ‘που έχει γένια (barba)΄ -τσέλα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βαρβατσέλι, το [varva’tseli]
βαρβατσέλι, το [varva’tseli]: το αρσενικό που έχει ερωτικές ορμές. [λατ. barbatus ‘που έχει γένια (barba)΄ -τσέλι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βαρδάρι, το [va’rðari]
βαρδάρι, το [va’rðari]: α. το ξύλο του μύλου που ακουμπούσε στην μυλόπετρα για να προκαλέσει την τροφοδοσία. β. Ο βάτραχος [ηχομιμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βάϊζα, η [‘vaiza]
βάϊζα, η [‘vaiza]: η τσούπα, η κοπέλα: ‘Έλα μου δω βαϊζούλα μου!΄. (Κανελλακόπουλος). Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βακέτα, η [va’keta]
βακέτα, η [va’keta]: α. το κατεργασμένο δέρμα. β. (μτφ.) περιποιημένη γυναίκα. [βεν. vacheta (ιταλ. vacchetta)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf