Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
γιεντέκι, το [ʝe’deki]
γιεντέκι, το [ʝe’deki]: ψηλός και άχαρος. [τουρκ. yedek ‘εφεδρικός’ -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γινάτι, το [γi’nati]
γινάτι, το [γi’nati]: πείσμα: ‘Tην έφαγε το γινάτι της’. [< ινάτι με ανάπτ. [j] για αποφυγή της χασμ. σε συμπροφ. με το άρθρο: το-ινάτι > το-γινάτι]. Και: https://ilialang.gr/γνάτι-το-γnati/ Και: https://ilialang.gr/ινάτι-το-inati/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιαργούτι, το [ʝa’rγuti]
γιαργούτι, το [ʝa’rγuti]: το γιαούρτι. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γιατάκι, το [ʝa’taki]
γιατάκι, το [ʝa’taki]: α. το στρώμα, το κρεβάτι και γενικά το μέρος όπου κοιμάται κάποιος. β. το κατάλυμα: ‘Τραβήξαμε για το γιατάκι μας’. [τουρκ. yatak -ι]. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιδιά, η [γi’ðʝa]
γιδιά, η [γi’ðʝa]: ασκί από γιδοτόμαρο. [γίδ(α) + ιά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γερομπαμπαλής, ο [ʝerombamba’lis]
γερομπαμπαλής, ο [ʝerombamba’lis]: (μειωτ.) για γέρο. [γερο- + μπαμπαλής]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιακέτα, η [ʝa’keta]
γιακέτα, η [ʝa’keta]: η ζακέτα, το πανωφόρι. [κατά το γιακάς]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιαπράκι, το [ʝa’praki]
γιαπράκι, το [ʝa’praki]: ντολμαδάκια με κιμά και αυγολέμονο. [τουρκ. yaprak ‘αμπελόφυλλο΄ -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γεραμπής, ο [γera’mbis]
γεραμπής, ο [γera’mbis]: ο Θεός [γιαραμπής ‘Aλλάχ’ < τουρκ. ya Rabbi ‘ω Θεέ μου΄ (επίκληση σε προσευχή) (από τα περσ.) με τροπη -ια- σε -ε-]. Και: https://ilialang.gr/γιαραμπής-ʝarambis/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γέρμα, το [‘ʝerma]
γέρμα, το [‘ʝerma]: το ηλιοβασίλεμα: ‘Ο ήλιος είναι στο γέρμα του’. β. (μτφ.) τα γηρατειά: ‘Tο γέρμα της ζωής’. [γέρ(νω) -μα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γεμίδια, τα [ʝe’miðʝa]
γεμίδια, τα [ʝe’miðʝa]: άχρηστα κομμάτια ρούχων που χρησιμοποιούνται για γέμισμα (π.χ. μαξιλάρια). [αρχ. γεμ(ίζω) ‘φορτώνω΄ -ίδια]. Και: https://ilialang.gr/γιομίδια-τα-ʝomidʝa/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γεμιστό, το [ʝemi’sto]
γεμιστό, το [ʝemi’sto]: γλυκό με φύλλο και καρύδι. [ελνστ. γεμιστός ‘γεμάτος΄ -ο]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γέμορο, το [‘ʝemoro]
γέμορο, το [‘ʝemoro]: ενοίκιο. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γεμόφεγο, το [ʝe’mofeγo]
γεμόφεγο, το [ʝe’mofeγo]: πανσέληνος [γεμ(άτο) –ο- φεγ(γάρι) -ο]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γεράδα, η [ʝe’raða]
γεράδα, η [ʝe’raða]: η καλή υγεία [γερ(ός) -άδα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γεραλέος, ο [ʝera’leos]
γεραλέος, ο [ʝera’leos]: ο μεγάλος σε ηλικία [γερ(ός) κατά θαρραλέος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γελέκο, το [ʝe’leko]
γελέκο, το [ʝe’leko]: γιλέκο [τουρκ. yelek -ο· γιλ-: τροπή [e > i] ίσως από λόγ. επίδρ. κατά το γαλλ. gilet].
-
γελούσης, ο [ʝe’lusis]
γελούσης, ο [ʝe’lusis]: γελαστός [γελ(άω) -ούσης]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γαρδούμπα, η [γa’rðumba]
γαρδούμπα, η [γa’rðumba]: είδος φαγητού από πλεγμένα αρνίσια ή κατσικίσια έντερα, ψημένα συνήθ. στο φούρνο. [μσν. γαρδούμιον (τροπή [m > b] ; θηλ. ίσως κατά το συκωταριά) < ιταλ. (διαλεκτ.) caldume με τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ], και τροπή [l > r] πριν από […]
-
γαρίλα, η [γa’rila]
γαρίλα, η [γa’rila]: οι ρύποι των ενδυμάτων [αρχ. γάρ(ος) –ίλα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf