Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

  • διάβα, το [‘ðjava]

    διάβα, το [‘ðjava]: το πέρασμα [μσν. διάβα(ν) ουσιαστικοπ. προστ. του ρ. διαβαίνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • διαγκιά, η [ðja’ɟa]

    διαγκιά, η [ðja’ɟa]: δαγκωνιά.

  • δεφτέρι, το [ðe’fteri]

    δεφτέρι, το [ðe’fteri]: τετράδιο για σημείωση χρεών. [τουρκ. defter ‘τετράδιο’ -ι]. Και: https://ilialang.gr/τεφτέρι-το-tefteri/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δημοσά, η [ðimo’sa]

    δημοσά, η [ðimo’sa]: δημόσιος (αμαξιτός) δρόμος, συνήθ. έξω από κατοικημένη περιοχή: ‘Κατέβηκαν τη δημοσά’ [μσν. δημοσία (ενν. οδός) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δημόσιος]. Και: https://ilialang.gr/δεμοσιά-η/

  • δείλι, το [‘ðili]

    δείλι, το [‘ðili]: το δειλινό. [αρχ. δείλη ἡ μεταπλ. σε ουδ. κατά τη λ. βράδυ από σύμπτωση της προφοράς των η και ι].

  • δεματικό, το [ðemati’ko]

    δεματικό, το [ðemati’ko]: τα στάχυα που δένουν τα χερόβολα: ‘Λύσε τα δεματικά να τα βάλουμε στην αποθήκη’. [ουδ. επίθ. δεματικόν (σχοινίον, Γλωσσάρ., Du Cange, λ. δεμάτι) <ουσ. δέμα + κατάλ. ικό(ν), ως ουσ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δεμοσιά, η [ðemo’sça]

    δεμοσιά, η [ðemo’sça]: δημόσιος δρόμος. [μσν. δημοσία (ενν. οδός) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δημόσιος]. Και: https://ilialang.gr/δημοσιά-η-δimosxa/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δέντρο, το [‘ðendro]

    δέντρο, το [‘ðendro]: η βελανιδιά. [μσν. δέντρο(ν) < αρχ. δένδρον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δεντρογαλιά, η [ðendroγa’ʎa]

    δεντρογαλιά, η [ðendroγa’ʎa]: μικρό, ακίνδυνο δενδρόβιο φίδι. [δέντρ(ο) -ο- + (;)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δαγκουνιά, η [ðaŋgu’ɲa]

    δαγκουνιά, η [ðaŋgu’ɲa]: δαγκωματιά. [δαγκών(ω) -ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δάκος, ο [‘ðakos]

    δάκος, ο [‘ðakos]: έντομο που καταστρέφει τον καρπό της ελιάς: ‘Τα δέντρα μου γιόμισαν με δάκο’. [λόγ. < νλατ. dac(us) -ος < αρχ. δάκος τό ‘βλαβερό ζώο΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δαμάλα, η [ða’mala]

    δαμάλα, η [ða’mala]: νεαρή αγελάδα πριν ή λίγο μετά την πρώτη της γέννα. [αρχ. δαμάλ(η) μεταπλ. -α κατά τη λ. αγελάδα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δανεικαριά, η [ðanika’rʝa]

    δανεικαριά, η [ðanika’rʝa]: ομάδα ατόμων που εργάζεται εθελοντικά στα χωράφια όσων ανήκουν σε αυτή την ομάδα. [δανεικ(ός) -αριά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δάρτης, ο [‘ðartis]

    δάρτης, ο [‘ðartis]: είδος ξύλου με το οποίο χτυπούσαν το γάλα για να βγει το βούτυρο. [αρχ. δάρτης].

  • δασκαλίκι, το [ðaska’liki]

    δασκαλίκι, το [ðaska’liki]: η ενασχόληση με τη διδασκαλία, το επάγγελμα του δασκάλου: ‘Tο δασκαλίκι δεν του πάει’ (η προσπάθεια κπ να παραστήσει τον ειδικό σε κάποιο θέμα). [δάσκαλ(ος) -ίκι].

  • γύρος, ο [‘ʝiros]

    γύρος, ο [‘ʝiros]: (μτφ.) πλέγμα από λεπτό νήμα σε σχήμα ταινίας, που το χρησιμοποιούν για να διακοσμήσουν ρούχα, κεντήματα κτλ. [ελνστ. γῦρος ‘κύκλος΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γυφτόπιασμα, το [ʝi’ftopçazma]

    γυφτόπιασμα, το [ʝi’ftopçazma]: (μτφ.) ο βρομιάρης, ο παλιάνθρωπος. [γύφτ (ος) -ο + πιάνω -σμα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γωνιά, η [γo’ɲa]

    γωνιά, η [γo’ɲa]: το τζάκι. [μσν. γωνιά < αρχ. γωνία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· γων(ιά) -ίτσα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γρίβας, ο [‘γrivas]

    γρίβας, ο [‘γrivas]: το ψαρί άλογο. [μσν. γρίβας ίσως < γοτθικό *grêwa ‘γκρίζος΄ -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γριτζάλλα, η [γri’ndzala]

    γριτζάλλα, η [γri’ndzala]: το καλάμι. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf