Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

  • ζούνα, η [‘zuna]

    ζούνα, η  [‘zuna]: στην Φράση: ‘Ζούνα μου’ (παρακινώ ένα γουρούνι να έρθει κοντά μου).

  • ζόγκος, ο [‘zongos]

    ζόγκος, ο [‘zongos]: όγκος.

  • ζούδι, το [‘zuði]

    ζούδι, το [‘zuði]: α. γενική ονομασία για πολύ μικρά ζώα ή ζωύφια. β. (μτφ., μειωτ. και περιφρονητικά) αδύναμος, ασήμαντος άνθρωπος, ο ακοινώνητος. [μσν. ζούδιον < ελνστ. ζῴδιον (αρχ. σημ.: δες ζώδιο), με τροπή [ο > u] αναλ. προς το υποκορ. επίθημα -ούδι(ον)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ζιλές, ο [zi’les]

    ζιλές, ο [zi’les]: το πλεκτό πουλόβερ. [λόγ. < γαλλ. gilet < ισπαν. gileco < αραβ. jaleko (δες και γιλέκο)· ζιλέ -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ζιούμπα, η [‘zʝumba]

    ζιούμπα, η [‘zʝumba]: η καμπούρα. [τουρκ. zımba < περσική سمبه sumba]. Και: https://ilialang.gr/ζούμπα-η-zumba/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ζιπούνι, το [zi’puni]

    ζιπούνι, το [zi’puni]: είδος λεπτού εσωρούχου για βρέφη· ζιπουνάκι. [μσν. ζιπούνιν < ζιπόνιν ( [ο > u] αναλ. προς το υποκορ. επίθημα -ούνι ή και από επίδρ. του χειλ. [p] ) < βεν. zipon -ιν (προφ. [dzipón] και πιο λαϊκή [zipón] )]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ζευγάρι, το [ze’vγari]

    ζευγάρι, το [ze’vγari]: για δύο ζώα που είναι ζεμένα μαζί. [μσν. ζευγάρι < ζευγάριν < αρχ. ζευγάριον (υποκορ. του ζεῦγος)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ζευγάς, ο [ze’vγas]

    ζευγάς, ο [ze’vγas]: ο γεωργός που οργώνει με άροτρο· ζευγολάτης. [μσν. ζευγάς < ζεύγ(ος) ‘ζευγάρι βόδια΄ -άς].

  • ζευγολάτης, ο [zevγo’latis]

    ζευγολάτης, ο [zevγo’latis]: ο γεωργός. [ζευγηλάτης < ζεῦγος + ἐλαύνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ζήρης, ο [‘ziris]

    ζήρης, ο [‘ziris]: το μικρό πουλερικό. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ζεβζέκης, ο [ze’vzekis]

    ζεβζέκης, ο [ze’vzekis]: ο σκανταλιάρης. [τουρκ. zevzek ‘ανόητος’ -ης]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ζερζέκι, το [ze’rzeki]

    ζερζέκι, το [ze’rzeki]: α. έξυπνος, πανούργος. β. πειραχτήρι: ‘Τι ζερζέκι είναι αυτός’ (Πόσο πειραχτήρι είναι). Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ζάμπα, η [‘zamba]

    ζάμπα, η [‘zamba]: το βατράχι της ξηράς. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ζαμπαρόλα, η [zamba’rola]

    ζαμπαρόλα, η [zamba’rola]: ο γυρίνος, είδος ψαριού. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ζάπισμα, το [‘zapizma]

    ζάπισμα, το [‘zapizma]: χτύπημα. [ίσως, τουρκ. zâbit ‘αστυνομικό όργανο’ -ισμα].

  • ζαγάρι, το [za’γari]

    ζαγάρι, το [za’γari]: α. κυνηγετικό σκυλί· κυνηγόσκυλο, λαγωνικό. β. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός προσώπου, συνήθ. περιφρονητικός και σπανιότερα εγκωμιαστικός· (πρβ. σκυλί): ‘Φύγε από δω βρε ζαγάρι’. [μσν. ζαγάρι < ζαγάρι(ο)ν ‘κυνηγόσκυλο΄ < τουρκ. zağari < αραβ. sakar]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ζαΐμης, ο [za’imis]

    ζαΐμης, ο [za’imis]: εισπράκτορας. [τουρκ. zaîm -ης]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ζακόνι, το [za’koni]

    ζακόνι, το [za’koni]: συνήθεια, ελάττωμα: ‘Έχει και το ζακόνι της κουτσομπόλας’. [σλαβ. zakonă -ι (Meyer, NS II 27). Λ. ζάκανον το 10. αι. (LBG). Η λ. στο Du Cange (ιν) και σήμ. λαϊκότρ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ζάλα, η [‘zala]

    ζάλα, η [‘zala]: το φορτίο από ξύλα στους ώμους: ‘Έβαλε τη ζάλα και κίνησε για το χωράφι’. [ζαλ(ώνω) –α]. Όπως και: https://ilialang.gr/ζαλιά-η/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ζαλίκι, το [za’liki]

    ζαλίκι, το [za’liki]: φορτίο στους ώμους (συνήθως, από ξύλα). [ζαλ(ώνω) -ικι]. Βλ. επίσης: https://ilialang.gr/wp-admin/post.php?post=13999&action=edit Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf