Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
κάθικα, τα [‘kaθika]
κάθικα, τα [‘kaθika]: μαγειρικά σκεύη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καθηκιά, η [kaθi’ca]
καθηκιά, η [kaθi’ca]: το κοτέτσι.
-
κακάβι, το [ka’kavi]
κακάβι, το [ka’kavi]: χάλκινη χύτρα με χερούλι για να κρεμιέται. [μσν. κακκάβιν < ελνστ. κακκάβιον υποκορ. του αρχ. κακκάβη ‘τρίποδο δοχείο΄ (ορθογρ. απλοπ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καθεσιό, το [kaθe’sço]
καθεσιό, το [kaθe’sço]: ανάπαυση: ‘Δεν έχει καθεσιό’. [καθισ- (καθίζω) -ιό].
-
καθίγκλα, η [ka’θingla]
καθίγκλα, η [ka’θingla]: η καρέκλα. [κάθ(ομαι) + ίγκλα < λατ. *cingla (< cingula)· μσν. *ίγλα < ίγκλα με τροπή [g > γ] μετά την αποβ. του ριν. [ŋ] στο σύμπλ. [ŋg] ].
-
καβουρντιστήρι, το [kavurdi’stiri]
καβουρντιστήρι, το [kavurdi’stiri]: α.μηχανή για το καβούρντισμα του καφέ, κυρίως χειροκίνητη και για οικιακή χρήση. β. για συσκευή παλαιάς τεχνολογίας που δε λειτουργεί καλά. [καβουρντισ- (καβουρντίζω), καβουρδισ- (καβουρδίζω) -τήρι] > [τουρκ. kavurd(ι)- (γ’ εν. αορ. του kavurmak) -ίζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κάδη, η [‘kaði]
κάδη, η [‘kaði]: μεγάλο ξύλινο δοχείο όπου χτυπούν το γάλα για να γίνει βούτυρο. [ίσως < πληθ. οι κάδοι του κάδος που θεωρήθηκε θηλ. εν. από την ομόηχη κατάλ. και το άρθρο [i káδi] ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καζάντια, η [ka’zandʝa]
καζάντια, η [ka’zandʝa]: προκοπή, τα πλούτη. [μσν. καζαντίζω < τουρκ. kazand(ι) + ια]. Όπως και: https://ilialang.gr/καζάντι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κάζο, το [‘kazo]
κάζο, το [‘kazo]: πάθημα: ‘Έπαθε μεγάλο κάζο όταν τον άφησε η κυρά’ [ιταλ. caso].
-
καθάριο, το [ka’θario]
καθάριο, το [ka’θario]: το σταρένιο ψωμί. [καθάριος, -α, -ο < ελνστ. καθάριος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. καθάρειος)]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ίσκα, η [‘iska]
ίσκα, η [‘iska]: α. εύφλεκτο υλικό (φιτίλι για τσακμάκι) που το παρασκεύαζαν, παλαιότερα, από ορισμένο μύκητα των δέντρων. εύφλεκτος μύκητας από τα δέντρα που τον χρησιμοποιούσαν για το άναμμα του τσιγάρου ή φωτιάς. Με το χτύπημα του πριόβολου (πυριόβολου) στην στουρναρόπετρα δημιουργούντο σπίθες. β. είδος παράσιτου σε δέντρα. [μσν. ίσκα < ελνστ. *ἤσκα (προφ.: [ε:ska] […]
-
θυμίαμα, το [θi’miama]
θυμίαμα, το [θi’miama]: ρητινώδης αρωματική ουσία που, όταν καίγεται, παράγει μια χαρακτηριστική μυρωδιά και η οποία χρησιμοποιείται σε θρησκευτικές εκδηλώσεις· λιβάνι: ‘Άναψε το θυμίαμα και μύρισε το σπίτι’ και (μτφ.) ‘Δεν δίνει του διάβολου του θυμίαμα’ (για άνθρωπο τσιγκούνη και φιλάργυρο). [λόγ. < αρχ. θυμίαμα· αρχ. θυμίαμα, με αποφυγή της χασμ.].
-
ιδώματα, τα [i’ðomata]
ιδώματα, τα [i’ðomata]: να βρεθεί το υποψήφιο ζευγάρι και να δει ο ένας τον άλλον (όρος που χρησιμοποιούσαν στα συνοικέσια). Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ινάτι, το [i’nati]
ινάτι, το [i’nati]: πείσμα: ‘Tην έπιασε το ινάτη της’. [< ινάτι με ανάπτ. [j] για αποφυγή της χασμ. σε συμπροφ. με το άρθρο: το-ινάτι > το-γινάτι] [τουρκ. inat -ι]. Και: https://ilialang.gr/γινάτι-το-jinati/ Και: https://ilialang.gr/γνάτι-το-γnati/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
θυγατέρα, η [θiγa’tera]
θυγατέρα, η [θiγatera]: κόρη. [μσν. θυγατέρα < αρχ. θυγάτηρ, αιτ. -έρα]. Και: https://ilialang.gr/δυχατέρα-η-θυγατέρα/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
θυμητικό, το [θimiti’ko]
θυμητικό, το [θimiti’ko]: η μνήμη: ‘Σε πρόδωσε το θυμητικό σου’. [μσν. θυμητικό ουδ. του επιθ. θυμητικός < θυμη- (θυμούμαι) -τικός]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
θρακοπούλι, το [θrako’puli]
θρακοπούλι, το [θrako’puli]: το ψωμί στη θράκα. [θράκ(α) -ο- πουλί]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
θεριό, το [θe’rʝo]
θεριό, το [θe’rʝo]: α. θηρίο. β. δυνατός. [μσν. θεριό < αρχ. θηρίον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τροπή του άτ. [ir > er]]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
θεριστής, ο [θeri’stis]
θεριστής, ο [θeri’stis]: α. αυτός που θερίζει με δρεπάνι. β. ο Ιούνιος [αρχ. θεριστής]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
θέρμη, η [‘θermi]
θέρμη, η [‘θermi]: πυρετός. [αρχ. θέρμη]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i