Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

  • κουτρούλι, το [ku’truli]

    κουτρούλι, το [ku’truli]: η σωρός από χώμα που δημιουργείται από το σκάψιμο του αμπελιού. [σχετ. με το ουσ. κούτρ(α) -ούλι (Aλεξίου 1981: II 79-80, IV 5-6, Moutsos 1988: 416-8). H λ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κουρούνης, ο [ku’ruɲis]

    κουρούνης, ο [ku’ruɲis]: κακομοίρης. [μσν. κουρούν(α) -ης]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κουρούπα, η [ku’rupa]

    κουρούπα, η [ku’rupa]: πήλινο δοχείο, πιθάρι: ‘Έβανε τις κουρούπες και τις γιόμιζε μ’ελιές’. [<ουσ. κουρούπι + κατάλ. α ή <ουσ. *κορύπη. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λέξη προήλθε από της δυτ. συριακής αραμαϊκής γλώσσας gərōbā / gərābā ‘πήλινο δοχείο’]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf  

  • κουστέκια, τα [ku’steca]

    κουστέκια, τα [ku’steca]: δερμάτινες υφασμάτινες ζώνες. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κούτα, η [‘kuta]

    κούτα, η [‘kuta]: το μικρό σκυλί, το κουταβάκι [κουτά(βι)]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κουρνιαχτός, ο [kurɲa’xtos]

    κουρνιαχτός, ο [kurɲa’xtοs]: σκόνη σε μεγάλη ποσότητα, που αιωρείται: ‘Kατακάθισε ο κουρνιαχτός. [μσν. κουρνιαχτός < κορνιαχτός ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) < μσν. κορνιοκτός (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) *κορνιορτός (ανομ. του δεύτερου [r] ) < αρχ. κονιορτός (προληπτική ανάπτ. δεύτερου [r] )]. Και: https://ilialang.gr/κορνιαχτός-ο/

  • κούρος, ο [‘kuros]

    κούρος, ο [‘kuros]: το κούρεμα των προβάτων. [κουρ(εύω) -ος (αναδρ. σχημ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κουρελού, η [kure’lu]

    κουρελού, η [kure’lu]: υφαντό στο οποίο ως υφάδι έχουν χρησιμοποιηθεί λεπτές λουρίδες διάφορων υφασμάτων και το οποίο χρησιμεύει ως πρόχειρο χαλί ή στρωσίδι. [κουρέλ(ι) -ής· κουρελ(ής) -ού].

  • κουρεμπάτσα, η [kure’batsa]

    κουρεμπάτσα, η [ku’rebatsa]: κούρεμα με το ψαλίδι ή την ψιλή μηχανή χειρός. Και: https://ilialang.gr/κουρεμάδι-το-kuremadi/

  • κουρκουβίκι, το [kurku’viki]

    κουρκουβίκι, το [kurku’viki]: πίτα φτιαγμένη από το πρώτο παχύ γάλα των γιδοπροβάτων το οποίο συλλέγεται μετά από την γέννα. Και: https://ilialang.gr/κουρκουφίγκι-το-kurkufiɟi/

  • κουρκούτι, το [kur’kuti]

    κουρκούτι, το [kur’kuti]: βρασμένος χυλός από αλεύρι. [μσν. τουρκ. kürküt ‘θειάφι’ λόγω του χρώματος -ι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κουρμπέτι, το [kur’beti]

    κουρμπέτι, το [kur’beti]: α. ο εκτός του σπιτιού χώρος, η πιάτσα. β. το ταξίδι [τουρκ. kurbet, gurbet ‘μακριά από το σπίτι, ξενιτιά΄ (από τα αραβ.) -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κούρνια, η [‘kurɲa]

    κούρνια, η [‘kurɲa]: α. το κοτέτσι, το δέντρο, ο χώρος που κοιμούνται τα πτηνά: ‘Τα πουλερικά είναι στην κούρνια τους’. β. (μτφ.) ο χώρος κπ. [παλ. σλαβ. kurnjia].

  • κουραφέξαλα, τα [kura’feksala]

    κουραφέξαλα, τα [kura’feksala]: (προφ.) ως χαρακτηρισμός ανόητων λόγων. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κουργιάλο, το [ku’rʝalo]

    κουργιάλο, το [ku’rʝalo]: πεντακάθαρο κρύο νερό. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κουνούκλα, η [ku’nukla]

    κουνούκλα, η [ku’nukla]: είδος θάμνου. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κουμπολόγος, ο [kumbo’loγos]

    κουμπολόγος, ο [kumbo’loγos]: κουνουπιέρα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κουνενές, ο [kune’nes]

    κουνενές, ο [kune’nes]: α. το νεογέννητο παιδί, το βρέφος. β. άνθρωπος ξεμωραμένος. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κούνος, ο [‘kunos]

    κούνος, ο [‘kunos]: ο κούνελος.

  • κουβέλι, το [ku’veli]

    κουβέλι, το [ku’veli]: η κυψέλη της μέλισσας. [< παλαιότ. γαλλ. cuvel(l)e, cubel -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o