Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
μποβίτι, το [bo’viti]
μποβίτι, το [bo’viti]: μάλλινο σκοινί ή απλό σκοινί.
-
σπαργανίδα, η [sparγa’niða]
σπαργανίδα, η [sparγa’niða]: μακριά και πλατιά λουρίδα υφάσματος, με την οποία περιτύλιγαν το βρέφος. [< αρχ. σπάργαν(ον) -ίδα].
-
λετσής, ο [le’tsis]
λετσής, ο [le’tsis]: άνθρωπος αναξιοπρεπής, άξιος καταφρόνησης: ‘Είναι λετσής και βρωμερός’ (κακός και επικύνδινος). [ιταλ. lezzo ‘βρόμα΄ -ης]. Και: https://ilialang.gr/λέτσος-ο-letsos/
-
φουγκαρία, η [funga’ria]
φουγκαρία, η [funga’ria]: η φωτιά: ‘Άναψε μια φουγκαρία που έφτασε ίσαμε πάνω’.
-
λόιδο, το [‘loiðo]
λόιδο, το [‘loiðo]: τούφα από μαλλιά που πέφτει στο μέτωπο. [αρχ. λό(φος) –ιδ(ι) -ο]. Και: https://ilialang.gr/λόϊδο-λοίδι/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπουλαμάς, ο [bula’mas]
μπουλαμάς, ο [bula’mas]: το φιλοδώρημα στα παιδιά τις γιορτές. [βεν. bonama(n) -ς με τροπή ν σε λ]. Και: https://ilialang.gr/μπουλαμάς-ο/
-
μπούκα, η [‘buka]
μπούκα, η [‘buka]: το στόμιο. [ιταλ. (διαλεκτ.) & βεν. buca ‘στενό άνοιγμα, στόμιο καναλιού΄ & βεν. boca ‘στόμα, στόμιο πυροβόλου΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπουγάς, ο [bu’γas]
μπουγάς, ο [bu’γas]: αρσενικό χρονιάρικο βόδι. [τουρκ. boğa -ς ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπερχάντι, το [be’rxandi]
μπερχάντι, το [be’rxandi]: ο ξυλοδαρμός.
-
μπεμπέτσα, η [be’betsa]
μπεμπέτσα, η [be’betsa]: η κλειστή κουκουνάρα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπέλεχας, ο [‘belexas]
μπέλεχας, ο [‘belexas]: το ποντίκι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπατίνι, το [ba’tini]
μπατίνι, το [ba’tini]: το ξύλο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μάντα, η [‘manda]
μάντα, η [‘manda]: η άκρη.
-
μπασκίνας, ο [ba’skinas]
μπασκίνας, ο [ba’skinas]: χωροφύλακας. [μπασκίν(ι) -ας < τουρκ. baskιn `ξαφνική επιδρομή της αστυνομίας΄ -ι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπάμπω, η [‘bambo]
μπάμπω, η [‘bambo]: η γιαγιά. [μσν. *μπάμπω (πρβ. μσν. μπαμπόγερος) < σλαβ. babo κλητ. της λ. baba ‘γριά΄]. Και: https://ilialang.gr/βάβα-η/
-
μπαλατσούκι, το [bala’tsuki]
μπαλατσούκι, το [bala’tsuki]: το μικρό σαλιγκαράκι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπακαβάς, ο [baka’vas]
μπακαβάς, ο [baka’vas]: το μεγάλο και στρογγυλό πεπόνι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μούχρωμα, το [‘muxroma]
μούχρωμα, το [‘muxroma]: το δειλινό.
-
μουτούπι, το [mu’tupi]
μουτούπι, το [mu’tupi]: το χαμηλό κτήριο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μουσγό, το [mu’sγo]
μουσγό, το [mu’sγo]: το βρεγμένο χώμα: ‘Μην πατάς εκεί. Είναι ακόμα μούσγο το χώμα.’