Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
μπότι, η [‘boti]
μπότι, η [‘bοti]: η στάμνα. [ιταλ. botti(glia)].
-
μπότσα, η [‘botsa]
μπότσα, η [‘botsa]: πήλινο ή γυάλινο αγγείο υγρών που χωρούσε δύο οκάδες τσίπουρου: ‘Γέμισε την μπότσα’. [πιθ. <ιταλ. bozza. Η λ. με διαφορ. προέλ. (<βεν. bozza ‘δοχείο λαδιού ή κρασιού’ στο Du Cange (τζ) και σήμ. ιδιωμ)].
-
μποτσίκι, το [bi’tʃiki]
μποτσίκι, το [bo’tʃiki]: το άγριο κρεμμύδι. [σλαβ. bocik(a) -ι].
-
μπουγιουρντί, το [buʝu’rdi]
μπουγιουρντί, το [buʝu’rdi]: επίσημο έγγραφο, ιδίως διαταγή, συνήθ. με δυσάρεστο περιεχόμενο: ‘Mου ΄ρθε το μουγιουρντί να πληρώσω’. [τουρκ. buyurd-ι γ’ εν. του ρ. buyur ‘διατάζω΄ (πρβ. μσν. μπουγιουρουλντί < τουρκ. buyrultu ‘επίσημη γραπτή διαταγή΄)].
-
μπομπότα, η [bo’bota]
μπομπότα, η [bo’bota]: ψωμί παρασκευασμένο από καλαμποκίσιο αλεύρι. [αλβ. bobot(;) -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μποξάς, ο [bo’ksas]
μποξάς, ο [bo’ksas]: χοντρό σάλι συνήθ. σκούρο με το οποίο τύλιγαν τα ρούχα πριν τα αποθηκεύσουν. [τουρκ. bokça, bohça -ς].
-
μπογάνα, η [bo’γana]
μπογάνα, η [bo’γana]: καπάκι που τοποθετούσαν πάνω σε ταψί που θα έμπαινε στη χόβολη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ποδόγυρος, ο [po’ðoγiros]
ποδόγυρος, ο [po’ðoγiros]: (μτφ.) οτιδήποτε βρίσκεται δίπλα από τις όχθες ενός ποταμού. [πόδ(ι) -ο- + γύρος].
-
μπιχλιμπίδι, το [bixli’biði]
μπιχλιμπίδι, το [bixli’biði]: α. διακοσμητικά μικροκατασκευάσματα. β. (στον πληθυντικό) γεννητικά όργανα. [μπιχλιμπίδι < ίσως αναδιπλ. τύπος του αραβ. bihl ‘ασήμαντη ποσότητα, ψιλοπράγματα’].
-
μποβίτης, ο [bo’vitis]
μποβίτης, ο [bo’vitis]: σχοινί με το οποίο έδεναν την πάνα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπισμπίκης, ο [bi’sbikis]
μπισμπίκης, ο [bi’sbikis]: αυτός που επιδιώκει ή έχει πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: ‘Είναι ένας μπισμπίκης αυτός!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπιρμπιλομάτα, η [birbilo’mata]
μπιρμπιλομάτα, η [birbilo’mata]: α. γυναίκα με βλέμμα παιχνιδιάρικο. β. η γίδα με ανοιχτόχρωμα μάτια. [μπιρμπιλ(ό) -ο- μάτ(ι) -α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπερμπάντης, ο [ber’badis]
μπερμπάντης, ο [ber’badis]: αυτός που του αρέσουν οι γυναίκες. [ιταλ. birbant(e) ‘απατεώνας΄ -ης με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. μηρός > μερί)· μπερμπάντ(ης) -άκος].
-
μπιζ, το [‘biz]
μπιζ, το [‘biz]: (άκλ.) ομαδικό παιχνίδι, στο οποίο κάποιος χωρίς να βλέπει πρέπει να μαντέψει ποιος από τους άλλους τον χτύπησε, καθώς και το σχετικό επιφώνημα. [ηχομιμ.].
-
μπίζια, τα [‘bizʝa]
μπίζια, τα [‘bizʝa]: ο αρακάς. [μπιζέλι < ιταλ. piselli, πληθ. του pisello που θεωρήθηκε ουδ. εν. (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα – μπιστόλα)].
-
μπερκέτια, η [ber’ketja]
μπερκέτια, η [ber’ketja]: σοδιά, αφθονία. [τουρκ. bereket ‘αφθονία’]. Πηγή: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπερντάχι, το [ber’daçi]
μπερντάχι, το [ber’daçi]: α. ο ξυλοδαρμός: ‘Θα του ρίξω ένα μπερντάχι’. β. το κόντρα ξύρισμα. [τουρκ. perdah ‘γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα΄ -ι (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα – μπιστόλα)· παρετυμ. -άκι]. Πηγή: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μπερσίμι, το [be’rsimi]
μπερσίμι, το [be’rsimi]: η στριμμένη μεταξωτή κλωστή. [τούρκ. ibrisim -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπενεβρέκι, το [bene’vreki]
μπενεβρέκι, το [bene’vreki]: κοντό παντελόνι που φορούσαν οι τσοπάνηδες το οποίο έμοιαζε με βράκα: ‘Έβαλε το μπενεβρέκι του και πήγε στα πρόβατα’. [τουρκ. benevrek ‘βράκα’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπασγούνι, το [ba’sγuni]
μπασγούνι, το [ba’sγuni]: καρβέλι ξεροψημένου ψωμιού. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o