Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
πασιόνα, η [pa’cona]
πασιόνα, η [pa’cona]: όμορφη κοπέλα που έχει μερικά παραπάνω κιλά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πασιοφέγγαρο, το [pasco’fegaro]
πασιοφέγγαρο, το [pasco’fegaro]: το γεμάτο φεγγάρι, η πανσέληνος. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παρλαπίπας, ο [parla’pipas]
παρλαπίπας, ο [parla’pipas]: ως χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά φλύαρου, ανόητου και κομπαστή· φαφλατάς. [παρλαπίπ(α) -ας].
-
παρίπι, το [pa’ripi]
παρίπι, το [pa’ripi]: δύστροπο ζώο.
-
παραπόρτι, το [para’porti]
παραπόρτι, το [para’porti]: πίσω πόρτα. [μσν. παραπόρτιον < παρα- πόρτ(α) -ιον > -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παραπούλια, τα [para’puʎa]
παραπούλια, τα [para’puʎa]: τα βλαστάρια που υπάρχουν γύρω στα λάχανα ή στο αραποσίτι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παραδαρμός, ο [paraða’rmos]
παραδαρμός, ο [paraða’rmos]: η ταλαιπωρία, η κούραση. [< παραδαρ (παραδέρνω) -μός].
-
παράδες, οι [pa’raδes]
παράδες, οι [pa’raδes]: τα χρήματα. [τουρκ. para ‘χρήματα΄ -ς]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παραθάρρεμα, το [para’θarema]
παραθάρρεμα, το [paraθarema]: το αποκούμπι, στήριγμα. [παρα + θαρρ(ώ) -εμα].
-
παπάρα, η [pa’para]
παπάρα, η [pa’para]: κομμάτια ψωμιού βουτηγμένα σε νερό, σε γάλα, σε σούπα κτλ.: ‘Tο παιδί έφαγε την παπάρα του’. [ιταλ. (διαλεκτ.) pappara]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παράγαλος, ο [pa’raγalos]
παράγαλος, ο [pa’raγalos]: αρρώστια αιγοπροβάτων. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παλιβή, η [pali’vi]
παλιβή, η [pali’vi]: λευκή κατσίκα με μαύρα πόδια και πρόσωπο. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παίνια, η [‘peɲa]
παίνια, η [‘peɲa]: παίνεμα. [παιν(εύω) -ια]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πάλα, η [‘pala]
πάλα, η [‘pala]: πλατύ και κυρτό σπαθί. [τουρκ. pala (προφ. [palá] ) με μετακ. τόνου(;)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παλάντζα, η [pa’landza]
παλάντζα, η [pa’landza]: είδος ζυγαριάς που αποτελείται από έναν κανόνα με κινητό αντίβαρο (βαρίδι) και ένα δίσκο: ‘H παλάντζα του πλανόδιου μανάβη’. [βεν. balanza και αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα – πιστόλα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
οξαποδός, ο [oksapo’ðos]
οξαποδός, ο [oksapo’ðos]: (μτφ.) ο διάβολος. [(έ) οξ(ω) –απ(ό) –ο- (ε)δώ]. Και: https://ilialang.gr/εξαποδώ-ο-eksapoδo/ Και: https://ilialang.gr/οξαποδώ-ο-oksapodo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
οργιά, η [o’rʝa]
οργιά, η [o’rʝa]: μονάδα μήκους που αντιστοιχεί με την απόσταση ανάμεσα στα άκρα των χεριών του ανθρώπου, όταν αυτά είναι τεντωμένα: ‘Δύο οργιές σχοινί’. [ελνστ. ὀργυιά (αρχ. ὄργυια) (ορθογρ. απλοπ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ορδινιά, η [orδi’ɲa]
ορδινιά, η [orδi’ɲa]: (επίσης, ορδίνια· ορδινία· ορδουνία· ορδουνιά). α. παραγγελία, εντολή, διαταγή· Διακανονισμός, συμφωνία: να γίνει μία κοινή … ορδινιά διαμέσου των εξουσιαστάδων (Χριστ. διδασκ. 493). β. βάζω τάξη, οργανώνω: (Φαλιέρ., Ρίμ. 29). [< ορδινιάζω ή, πιο πιθ., <ουσ. όρδινος. Ο τ. ία σε έγγρ. του 12. αι., στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Διάφ. τ. της […]
-
ορθομηλίτσα, η [o’rθomilitsa]
ορθομηλίτσα, η [o’rθomilitsa]: (μτφ.) είδος παιχνιδιού. [ορθ(ός) –ο- μηλ(ια) –ίτσα].
-
ολύμπια, η [o’libia]
ολύμπια, η [o’libia]: (μτφ.) πλημμύρα: ‘Εγινε ολύμπια’ (πλημμύρισε). Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o