Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
πορτόνι, το [po’rtoni]
πορτόνι [po’rtoni]: μικρό αυτοσχέδιο πορτάκι φράχτη. [πόρτ(α) –ονι].
-
ποστάκος, ο [po’stakos]
ποστάκος [po’stakos]: ο καταφερτζής. [ιταλ. post(o) ‘ελέγχω τα επίκαιρα σημεία’ -άκος].
-
ποίσιος, ο [‘pisios]
ποίσιος, ο [‘pisios]: αυτός που πρόκειται να κάνει κάτι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πόλκα, η [‘polka]
πόλκα, η [‘polka]: α. είδος γυναικείου ενδύματος παλαιότερης εποχής που έφτανε ως τη μέση και κούμπωνε μπροστά με σειρά κουμπιών. β. γυναικείο χτένισμα: ‘Πόλκα τά’χεις τα μαλλιά σου’. [αγγλ. polka < ιταλ. polca].
-
ποδάγρα, η [po’ðaγra]
ποδάγρα, η [po’ðaγra]: χρόνια πάθηση, που προσβάλλει τις αρθρώσεις των ποδιών των ζώων. [λόγ. < ελνστ. ποδάγρα, αρχ. σημ.: ‘παγίδα για τα πόδια΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ποδεμή, η [poðe’mi]
ποδεμή, η [poðe’mi]: α. η διαδικασία φορέματος παπουτσιών. β. το παπούτσι. [ποδέ(νω) -μή]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ποδόλυσσα, η [po’ðolisa]
ποδόλυσσα, η [po’ðolisa]: αρρώστια σκύλων. [πόδ(ι) –ο- λύσσα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πλουμί, το [plu’mi]
πλουμί, το [plu’mi]: το στολίδι, κεντητό ή ζωγραφισμένο. [μσν. πλουμί < πλουμίον υποκορ. του ελνστ. πλοῦμ(ον) -ίον < λατ. pluma ‘ελαφρύ φτερό, πούπουλο΄ θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πλοχεριά, η [ploçe’rʝa]
πλοχεριά, η [ploçe’rʝa]: μια χούφτα τρόφιμα. [μσν. (α) πλοχεριά < απλοχέρ(ης) -ιά]. Και: https://ilialang.gr/απλοχεριά-η/
-
πλαστήρι, το [pla’stiri]
πλαστήρι, το [pla’stiri]: επίπεδη, τετράγωνη ή στρογγυλή τάβλα, με την οποία πλάθουν και τοποθετούν τη ζύμη στον φούρνο. [πλάσ(ω) -τήρι].
-
πλάστιγγα, η [‘plastiga]
πλάστιγγα, η [‘plastiga]: είδος ζυγαριάς για μεγάλα βάρη: ‘Bάλε το σακί στην πλάστιγγα να το ζυγίσουμε’. [λόγ. < αρχ. πλάστιγξ, αιτ. -ιγγα ‘τάσι ζυγαριάς΄]. Βλ.: https://el.wiktionary.org/wiki/πλάστιγγα Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πλίθα, η [‘pliθa]
πλίθα, η [‘pliθa]: πλιθί, χωμάτινος κύβος από χώμα. [αρχ. ἡ πλίνθ(ος) μεταπλ. -α, αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] · πλίθ(α) -ρα κατά το πέτρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πίτσι, το [‘pitsi]
πίτσι, το [‘pitsi]: χώρος στον οποίο ρίχνουμε την πέτρα ή το νόμισμα προκειμένου να δωθεί η προτεραιότητα στο παιχνίδι. [ίσως, ηχομιμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πιτσιγκώνια, τα [pitsi’goɲa]
πιτσιγκώνια, τα [pitsi’goɲa]: μικρά μυρμήγκια: ‘Γέμισε ο τόπος πιτσιγκώνια’.
-
πιστάρι, το [pi’stari]
πιστάρι, το [pi’stari]: το πίσω μέρος του σαμαριού. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πίπιζα, η [‘pipiza]
πίπιζα, η [‘pipiza]: ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο με δυνατό ήχο. [αλβ. pipëza].
-
πισοκούκι, το [piso’kuki]
πισοκούκι, το [piso’kuki]: μέθοδος σημαδέματος των γιδοπροβάτων με κόψιμο του αυτιού. [πίσ(ω) + κούκι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πινακωτή, η [pinako’ti]
πινακωτή, η [pinako’ti]: α. στενή και επιμήκης ξύλινη σκάφη με χωρίσματα, όπου τοποθετούνται για να φουσκώσουν τα ζυμωμένα ψωμιά πριν να μπουν στο φούρνο. β. είδος παιδικού παιχνιδιού: ‘Παίζουμε την πινακωτή;’ [πινάκ(ι) -ωτή, θηλ. του -ωτός].
-
πηχτή, η [pi’xti]
πηχτή [pi’xti]: τρόπος μαγειρέματος βραστού χοιρινού (κεφάλι και πόδια). [αρχ. πηκτός, ελνστ. ἡ πηκτή με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. < αρχ. πηκτός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πιθάρι, το [pi’θari]
πιθάρι, το [pi’θari]: μεγάλων διαστάσεων (συνήθ. πήλινο) αγγείο, με πλατύ στόμιο, χωρίς (ή με μικρές) λαβές, που το χρησιμοποιούσαν για την αποθήκευση και τη διατήρηση υγρών ή ξηρών προϊόντων (λαδιού, κρασιού, καρπών κτλ.): ‘Ένα πιθάρι λάδι’. [ελνστ. ή μσν. πιθάριον υποκορ. του αρχ. πίθος].