Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
προσφώλι, το [pro’sfoli]
προσφώλι, το [pro’sfoli]: φώλι, το αυγό δηλαδή που βρίσκεται στη φωλιά με σκοπό να προσελκύσει τις κότες. [προσ- φωλ(ιά) -ι]. Και: https://ilialang.gr/πρόσφωλο-το-prοsfolo/
-
πιράφι, το [pi’rafi]
πιράφι, το [pi’rafi]: η σφήνα με την οποία κλείνουν την τρύπα στο βαγένι. [πίρ(ος) -άφι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πυριόβολος, o [pi’rjovolos]
πυριόβολος, ο [pi’rjovolos]: σιδερένιο μικρό εργαλείο με το οποίο χτυπούσαν την στουρναρόπετρα και με τις σπίθες της άναβε φωτιά. [ίσως < πυρ –ιο- βολ(η) –ος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πυρομάχος, ο [piro’maxos]
πυρομάχος, ο [piro’maxos]: η πλάτη του τζακιού, το πίσω μέρος του. [< πυρ –ο- μάχ(η) –ος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πρίσκα, η [‘priska]
πρίσκα, η [‘priska]: η κοιλιά.
-
πράματα, τα [‘pramata]
πράματα, τα [‘pramata]: τα γιδοπρόβατα [λόγ. < αρχ. πρᾶγμα· ελνστ. ή μσν. πρᾶμα < αρχ. πρᾶγμα με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ].
-
πρέζα, η [‘preza]
πρέζα, η [‘preza]: μικρή ποσότητα μιας ουσίας σε σκόνη: ‘Mια πρέζα αλάτι’. [ιταλ. presa]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πρεμούρα, η [pre’mura]
πρεμούρα, η [pre’mura]: μεγάλη βιασύνη, ανυπομονησία: ‘Έχει πρεμούρα να φύγει’. [ιταλ. premura]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πριακόνι, το [pria’koni]
πριακόνι, το [pria’koni]: ξυλουργικό εργαλείο για λείανση επιφάνειας [ελνστ. πριόνιον, υποκορ. του αρχ. πρίων + – ακόνι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πριμαντόνα, η [prima’dona]
πριμαντόνα, η [prima’dona]: α. (μτφ.) για γυναίκα ανήθικη: ‘Φέρεται σαν πριμαντόνα’. [ιταλ. prima donna (αρχική σημ.: ‘πρώτη κυρία΄)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πριόβολος, ο [‘priovolos]
πριόβολος, ο [‘priovolos]: ατσάλινο αντικείμενο, εξάρτημα του τσακμακιού, με το οποίο χτυπούσαν τις τσακμακόπετρες για να βγάλουν σπίθες. [*πυρόβολος με μετάθ. του [r] < αρχ. πυροβόλος ‘που ρίχνει φωτιά΄ (για αναμμένα βέλη) με μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πούσια, τα [‘pusca]
πούσια, τα [‘pusca]: στρώμα από ξερές βελόνες πεύκων. [τουρκ. pus -ια]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ποταμός, ο [pota’mos]
ποταμός, ο [pota’mos]: (μτφ.) χοντρός τετράγωνος κορμός ξύλου πάνω στον οποίο στηρίζεται το πάτωμα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πουλάρι, το [pu’lari]
πουλάρι, το [pu’lari]: το μικρό αλογάκι, γαϊδουράκι, μουλάρι. [μσν. πουλάρι(ν) < πωλάρι(ν) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] ) < αρχ. πωλάριον υποκορ. του πῶλος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πούντα, η [‘punda]
πούντα, η [‘punda]: το κρυολόγημα: ‘ Άρπαξε μια (γερή) πούντα’. [παλ. ιταλ. punta]. Και: https://ilialang.gr/πούδιασμα-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πολυτρίχι, το [poli’trixi]
πολυτρίχι, το [poli’trixi]: είδος αγριοχόρταρου. [πολύ τρίχ(α) –ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πολειφάδι, το [poli’faδi]
πολειφάδι, το [poli’faδi]: α. τελειωμένο κομμάτι σαπούνι. β. (μτφ., μειωτ.) για άνθρωπο ιδιαίτερα μικρόσωμο, αδύνατο, καχεκτικό: ~ ανθρώπου / γυναίκας. [απ(ο)- αλείφ(ω) -άδι με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο- (πρβ. ελνστ. ή μσν. ἀλείφιον ‘υλικό για επάλειψη΄)]. Και: https://ilialang.gr/απολειφάδι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πομπή, η [po’bi]
πομπή, η [po’bi]: διαπόμπευση, διασυρμός, ντροπή, ατιμία, αίσχος, ηθικό παράπτωμα: ‘Όλη η γειτονιά ξέρει τις πομπές της / του’. [αρχ. πομπή (η σημ. μσν. κατά το πομπεύω)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πορδάλα, η [po’rðala]
πορδάλα, η [po’rðala]: είδος μυρμηγκιών που βρίσκονται στα δέντρα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πορτόνι, το [po’rtoni]
πορτόνι [po’rtoni]: μικρό αυτοσχέδιο πορτάκι φράχτη. [πόρτ(α) –ονι].