Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
τρίφτης, ο [‘triftis]
τρίφτης, o [‘triftis]: ποιμενικό σύνεργο. [< τριπ- (τρίβω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] (πρβ. ελνστ. τρίπτης ‘που τρίβει στο λουτρό΄)].
-
τριχιά, η [tri’ça]
τριχιά, η [tri’ça]: σκοινί τρίχινο και αρκετά χοντρό. [ελνστ. τριχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τρόκλα, η [‘trokla]
τρόκλα, η [‘trokla]: η στροφή του δρόμου. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τραμπάκουλο, το [tra’mbakulo]
τραμπάκουλο, το [tra’mbakulo]: α. (μτφ.) χοντρή γυναίκα που βαδίζει αργά και δύσκολα σαν να κουτσαίνει. β. (μτφ.) στην Φράση: ‘Έπαθα τραμπάκουλο’ (έπαθα πλάκα). γ. μεθυσμένος [βεν. trabacolo ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τούρκος, ο [‘turkos]
τούρκος, ο [‘turkos]: α. (μτφ.) για φαγητό ή ποτό με πολύ αψιά γεύση: ‘Aυτό το ξίδι είναι τούρκος’. β. (ως επιθ.) σκληρός [μσν. Τούρκος < τουρκ. türk -ος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τουμπάκι, το [tu’mbaki]
τουμπάκι, το [tu’mbaki]: μικρός λόφος. [< τούμπ(α) –άκι].
-
τούμπανο, το [‘tubano]
τούμπανο, το [‘tubano]: α. Φράση: ‘κάνω κτ. τούμπανο’ (διαδίδω κτ. που θα έπρεπε να μείνει μυστικό). β. (μτφ.) για κτ. που είναι πολύ πρησμένο: ‘Tο κεφάλι του έγινε τούμπανο’ . [αρχ. τύμπανον ( [i > u] από επίδρ. των χειλ. [mb] )]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τούραγνα, τα [‘turaγna]
τούραγνα, τα [‘turaγna]: τα αγαθά που αποκτήθηκαν με πολύ κόπο. Και: https://ilialang.gr/τύραγνα-τα-tiraγna/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τουλούμι, το [tu’lumi]
τουλούμι, το [tu’lumi]: ασκί που το χρησιμοποιούν κυρίως για να διατηρούν το τυρί φέτα. [τουρκ. tulum -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τετράδη, η [te’traði]
τετράδη, η [te’traði]: η τέταρτη μέρα. [< Τετάρτη]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τέψα, η [‘tepsa]
τέψα, η [‘tepsa]: χαλκωματένιο ταψί. [< ταψί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τζαμιλίκι, το [dzami’liki]
τζαμιλίκι, το [dzami’liki]: α. ξύλινο συνήθ. πλαίσιο, όπου τοποθετείται το τζάμι στα παράθυρα ή στις πόρτες. β. τα γυαλιά [τουρκ. camlιk ‘χώρος κλεισμένος με τζάμι’ -ι και ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.].
-
τζάντζαλο, το [‘dzandzalo]
τζάντζαλο, το [‘dzandzalo]: κουρέλι. [μσν. *τζάντζαλο (πρβ. μσν. τζάντζαλος ‘κουρελιάρης’) ίσως από τα αραβ.].
-
ταχριμπέτσι, το [taxri’betsi]
ταχριμπέτσι, το [taxri’betsi]: η ενέργεια του χτυπώ κπ., τον βαράω. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ταμπουράς, ο [tambu’ras]
ταμπουράς, ο [tambu’ras]: γενική ονομασία για μια σειρά από λαϊκά όργανα της οικογένειας του λαγούτου. Φράση (μτφ): η κοιλιά του βαράει* ταμπουρά. [μσν. ταμπουράς < τουρκ. tambura -ς (από τα περσ. ή μέσω του αραβ. tanbūr)]. Και: https://ilialang.gr/νταμπουράς/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ταντέλα, η [ta’dela]
ταντέλα, η [ta’dela]: η δαντέλα. [< δαντέλα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ταπέτο, το [ta’peto]
ταπέτο, το [ta’peto]: χαλί. [αντδ. < ιταλ. tappeto < λατ. tappetum < αρχ. ταπητ- (τάπης δες στο τάπητας)].
-
ταράκουλο, το [ta’rakulo]
ταράκουλο, το [ta’rakulo]: (χωρίς πληθ.) ταραχή, κλονισμός. [ίσως ταρακουν(ώ) -ο (αναδρ. σχημ.) με τροπή [n > l] (;)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ταρκάσι, το [ta’rkasi]
ταρκάσι, το [ta’rkasi]: αντικείμενο ευτελούς αξίας, λινάτσα, ρετάλι.
-
ταή, η [ta’i]
ταή, η [ta’i]: το φαγητό των ζώων. [< ταί(ζω)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o